Στο παρακάτω συγκλονιστικό κείμενο, που δημοσιεύει το agioritikovima.gr, θα διαβάσετε τι έπαθε ένας εισαγγελέας που κατηγόρησε άδικα τον Άγιο Νεκτάριο…

 

Πράγματι, ο Άγιος Νεκτάριος δέχθηκε πολλές συκοφαντίες από κάποιο γνωστό Εισαγγελέα της εποχής που τον κατηγορούσε για πολύ αισχρά και ανήθικα πράγματα, αλλά και από τον μασόνο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Μελέτιο Μεταξάκη και μετέπειτα Οικουμενικό Πατριάρχη και Πατριάρχη Αλεξανδρείας.

 

Αξίζει πραγματικά να διαβάσετε την παρακάτω ιστορία…

 

Είναι αληθές ότι ο Θεός παρεχώρησε να περάσει και εκεί πολλές θλίψεις και πίκρες. Παρ’ όλη την εκεί εργασία του, πολλοί κακοί άνθρωποι, όργανα του διαβόλου, έλεγαν ότι ο Άγιος είναι υποκριτής και ότι όλα αυτά που κάνει είναι υποκριτικά.

 

Έφτασαν μάλιστα στο σημείο να τον κατηγορούν για ανηθικότητες και ότι το Μοναστήρι το κατάντησε άντρο ακολασίας! Διέδιδαν ότι οι Μοναχές γεννούσαν νόθα παιδιά και τα πετούσε στο πηγάδι. Κάποια μητέρα, μάλιστα, που την έλεγαν στην Αίγινα Κερού, είχε μια κόρη 16 ετών χαριτωμένη, συνετή, φρόνιμη και θεοφοβούμενη.

 

Η μητέρα αυτή είχε μανία καταδιώξεως προς την κόρη της και πολλές φορές επιχείρησε να την σκοτώσει. Το δυστυχισμένο αυτό πλάσμα βρήκε καταφύγιο στο Μοναστήρι του Αγίου Νεκταρίου. Ο Άγιος, πονόψυχος καθώς ήταν, το δέχτηκε και το προστάτεψε. Η Κερού δεν μπορούσε να το χωνέψει και άρχισε να συκοφαντεί τον Άγιο. Ο Εισαγγελεύς πήρε την κατάθεση της και την επομένη πήγε αγριεμένος στην Αίγινα με δυο χωροφύλακες. Παραβίασε την πόρτα παρά τους κανονισμούς του Μοναστηριού και μπήκε κατ’ ευθείαν στο διαμέρισμα του Αγίου. Οι Μοναχές αναστατώθηκαν και άρχισαν να κλαίνε.

 

Ο Δεσπότης σηκώθηκε με το συνηθισμένο χριστιανικό του χαμόγελο να τους υποδεχτεί. Ο Ανακριτής, έξω φρενών, είπε εις τον εβδομηκονταετή τότε γέροντα: —Βρε παλιοκαλόγερε!… που είναι τα παιδιά που κάνεις; (επακολούθησε αισχρότατη φράση). Αυτά κάνεις εδώ πέρα;

 

Κατόπιν τον έπιασε από το ράσο και τον απειλούσε, λέγοντας: Θα σου ξεριζώσω τα γένια τρίχα, τρίχα. Ο Άγιος δεν έβγαλε λέξη. Μόνον με το χέρι του έδειχνε ψηλά και έλεγε: —Βλέπει ο Θεός. Ξέρει ο Θεός!!

 

Και πράγματι! «έστι δίκης οφθαλμός, Ος τά πάνθ’ ορά». Ο ασεβέστατος Εισαγγελεύς σε μια εβδομάδα αρρώστησε βαριά. Είχε τρομερούς πόνους από την αρρώστια του.

 

Το χέρι εκείνο, που έπιασε και κουνούσε τον Άγιο, ξεράθηκε. Τότε το συναισθάνθηκε και ζήτησε να τον πάνε μπροστά στον Άγιο για να τον συγχωρέσει. Πράγματι τον πήγαν. Έπεσε στα πόδια του Αγίου μαζί με την γυναίκα του και ζητούσε να τον λυπηθεί.

 

Ο Άγιος προσευχήθηκε στο Θεό πολύ. Ήταν ο μακάριος ανεξίκακος και μακρόθυμος. Τον συγχώρησε με την καρδιά του. Του Εισαγγελέως έπειτα από δύο χρόνια του κόψανε το χέρι. Εκείνο το χέρι που κουνούσε από το γιακά του ράσου τον Άγιο. Το Μοναστήρι του, όμως, παρ’ όλα αυτά, πρόκοψε. Εν τω μεταξύ η Αδελφότης μεγάλωσε, γιατί προσετέθησαν και άλλες Αδελφές και μάλιστα μορφωμένες. Έγινε ένα πνευματικόν κέντρο που ξεκούραζε ψυχικά και φώτιζε τους ανθρώπους.