Τα παιδιά παρακάλεσαν τον πατέρα τους να τους κάνει το χατίρι να τα πάει να προσκυνήσουν εκεί όπου άκουγαν τόσα θαυμαστά για τον Αρχιστράτηγο των ουρανίων δυνάμεων.

Αφού πείσθηκε ο πατέρας και έφτασαν στο Μανταμάδο, τα παιδιά με πόθο έτρεξαν και προσκύνησαν την εικόνα τη φτιαγμένη από χώμα και αίμα οσιομαρτύρων. Κατόπιν γύρισαν και είπαν στον πατέρα τους που περίμενε αδιάφορος εκτός ναού να εισέλθει και αυτός και να θαυμάσει τον Αρχάγγελο.

Έτσι για χατίρι των παιδιών εισήλθε και στάθηκε μπροστά στην εικόνα κοιτάζοντάς την ερευνητικά, δίχως να κάνει μετάνοια ή να γονατίσει. Τότε δέχθηκε ένα φοβερό ράπισμα στο σβέρκο, μια αόρατη καρπαζιά που τον εξανάγκασε να γονατίσει με φόβο και τρόμο, με θαυμασμό και αγάπη. Τότε αφού δια του τρόπου αυτού γνώρισε και εκ των πλησίον τον φοβερό Στρατηγό, πήγε το όγδοο του παιδί και το βάφτισε εκεί