Είχε καφενείο και εξυπηρετούσε τους πελάτες που πήγαιναν στον Ταξιάρχη με μια όμως διαφορά, ότι έκανε και αντίπραξη στον Αρχάγγελο. Όταν κάποιος απλός άνθρωπος πήγαινε στον Ταξιάρχη κανένα πρόβατο για να το σφάξουν, να φάει ο κόσμος ο καφετζής τον κορόιδευε και του έλεγε : «άλλοι θα τα φάνε ρε κουτέ, ο Ταξιάρχης δεν τρώει αρνιά και κρέατα».

Και αυτό συνεχίσθηκε για καιρό ώσπου τελικά δεν το δέχθηκε ο Ταξιάρχης και ήρθε και κάθισε στο καφενείο σαν νέος σε μια παρέα γνωστούς του καφετζή. Όταν τους είδε έτρεξε ο καφετζής να τους μιλήσει. Τον λόγο πήρε ο νέος. «Και εσείς πηγαίνετε στον Ταξιάρχη»; ρώτησε ο καφετζής και απάντησε ο νέος, ενώ τα μάτια των άλλων κρατούνταν κλειστά για να μην βλέπουν και να μην ακούν τι γίνεται. Και απαντά ο νέος με λίγο θυμό : «Ναι, και εμείς». Τότε έβγαλε ο καφετζής ένα κατοστάρικο και του λέει : «Να, άναψε και για μένα ένα κερί» και του το δίνει. Το παίρνει ο Ταξιάρχης και του το βαράει στα μούτρα. «Εσύ θα πας να το ανάψεις», του λέει. Το παίρνει ο καφετζής από κάτω και του το ξαναδίνει και του λέει : «Δεν βλέπεις έχω δουλειά δεν ευκαιρώ για τίποτα, πάρε λοιπόν και άναψε μου ένα κερί» και του το ξαναδίνει και ο Ταξιάρχης του το ξαναρίχνει θυμωμένα στα μούτρα «Είπα, εσύ θα πας να το ανάψεις». Το παίρνει και ο καφετζής στεναχωρημένος και φεύγει, μπαίνει στο καφενείο και ξαναγυρίζει να δει πάλι το παράξενο νέο, μόνο που ο νέος είχε γίνει άφαντος. Ρωτά τους γνωστούς του που κάθονταν μαζί του και εκείνοι δεν γνώριζαν περί τίνος πρόκειται. Ταράχθηκε ο καφετζής. Η γυναίκα του πήγε στο σπίτι νωρίς στεναχωρημένη γιατί δεν την πήγε να προσκυνήσει. Έφυγαν οι πελάτες, έφτασε αργά η ώρα και ο καφετζής άρχισε να μαζεύει τις καρέκλες και τα τραπέζια στη μια γωνία όπως γίνεται συνήθως στα κέντρα. Όμως έπιασε απότομα φοβερός αέρας, μια θεομηνία επί τόπου και οι μεν καρέκλες του και τα τραπέζια του μαζεύτηκαν στη γωνία καταπεταμένα, ο δε καφετζής ημιπαράλυτος και άφωνος έπεσε κάτω. Σύροντας τον εαυτό του έφτασε στο σπίτι του και μόλις κατάφερε με θόρυβο να κάνει νοήματα να του ανοίξουν. Το πρωί του λένε να σε πάμε στο γιατρό και εκείνος όχι, στον Ταξιάρχη. Άναψε ένα κερί και αποκαταστάθηκε το ένα του χέρι. Κατόπιν πήγε στην περιφορά της εικόνας του Αγίου και γύρισε σπίτι. Για να θεραπευτεί άρχισε να ανοίγει λογαριασμούς με γιατρούς και φάρμακα. Τον συμβούλευαν να πάει στην Αθήνα και σε νοσοκομείο. Βλέπει τον Ταξιάρχη σε όραμα και του λέει : «Δεν κατάλαβες ότι εγώ μόνο και όχι οι γιατροί μπορώ να σε κάνω καλά». Από τη χαρά του φώναξε να τον πάνε αμέσως στον Ταξιάρχη και ήταν και αυτός καθισμένος στη καρέκλα. Την ώρα που έψαλλε ο ιερέας που οδηγούσε το προσκύνημα «Και ίασε τους δούλους σου» σαν ελατήριο πετάχτηκε επάνω ο καφετζής τελείως καλά.

Το επόμενο έτος ξόδεψε 750.000 δραχμές στο καφενείο του και στο προσκύνημα για να περιποιηθεί τους προσκυνητές του φίλου του, του Ταξιάρχη. Γιατί ο Ταξιάρχης όταν τιμωρεί το κάνει από αγάπη και ας έχει εκ Θεού την υπερβολική αυστηρότητα.

Άλλα επιπρόσθετα στοιχεία υπάρχουν στη ταινία «Ο Ταξιάρχης Μανταμάδου Λέσβου»