Ο Σιέττος αντιπαραθέτει τους ορφικούς στίχους «φθέγξομαι οις θέμις εστί θύρας δ’ επίθεσθε βεβήλοις πάσιν ομού» με κάτι παρόμοιο που γινόταν όταν άρχιζε η λειτουργία των πιστών στο Χριστιανισμό, που οι κατηχούμενοι όχι μόνο στα πρωτοχριστιανικά χρόνια αλλά και πολύ αργότερα διατάσσονταν να απέλθουν μόλις άρχιζε αυτή, με τις φράσεις: «όσοι κατηχούμενοι προέλθετε, μη τις των κατηχουμένων, όσοι πιστοί» ενώ ο ιερέας που ιερουργεί συνιστά να προσέχουν άγρυπνα τις θύρες: «τας θύρας, τας θύρας εν σοφία πρόσχωμεν»

Ο ίδιος συγγραφέας παρατηρεί, επίσης,ότι οι σωματικές ταλαιπωρίες, κακουχίες και ασκητικοί κανόνες κληρονομήθηκαν στη συνέχεια στους χριστιανούς ασκητές. Μας πληροφορεί, ακόμη, ότι η χριστιανική εικονογραφία δανείστηκε τη μορφή του Ορφέα για παραστάσεις του Δαβίδ, ακόμη και του ίδιου του Χριστού.

Αντιπαραθέτει, όμως, την εξήγηση που δίνει ο Καλλίνικος ότι μπορεί να είναι η παράσταση του Ορφέα ειδωλολατρική, αλλά, καθώς ο Ορφέας κατέβηκε στον Άδη και μάγευε τους έμβιους και άβιους οργανισμούς με τη λύρα του, ποια άλλη εικόνα θα άρμοζε καλύτερα να στολίσει τις πρώτες χριστιανικές νεκροπόλεις για να εκφραστεί ζωηρά η εξημερωτική δύναμη του ευαγγελίου επί των άγριων ηθών;

Θέτει, επίσης, προς σύγκριση τις ιστορίες του Ορφέα, του Ηρακλή και του Ιησού που έχουν ομοιότητες. Και οι τρεις κατέβηκαν στον κάτω κόσμο πριν ή μετά από ένα φρικτό θάνατο. Υψώθηκαν κατόπι στον ουρανό από τους θείους πατέρες τους απ’ όπου ακόμη ακτινοβολούν ευεργετικές επιδράσεις προς τους λάτρεις τους.

Παραπέμποντας στο Διόδωρο αναφέρει ότι αυτός διασώζει κάποια παράδοση κατά την οποία ο Λυκούργος, εχθρός του Διονύσου, θα σταυρώνονταν προς τιμωρία και επίσης στον Eisler που πιστεύει στην προΰπαρξη διηγήσεων για τη σταύρωση του Ορφέα..

Καταπιάνεται, ακόμη, με το θέμα της Μετάληψης από αίμα και σάρκα του θεού, καθώς και με το μυστήριο του Βαπτίσματος. Η Μετάληψη είναι σταθερό στοιχείο των αρχαίων Μυστηρίων, όπως τα Διονυσιακά (και ίσως και τα ορφικά) και δίνοντας στο μύστη να κοινωνήσει την ουσία του θεού, τον ταυτίζει μαζί του.

Ο Δημόπουλος αναφέρει ότι στη χριστιανική Μετάληψη μνημονεύεται η ευαγγελική περικοπή: «λάβετε, φάγετε, τούτο εστί το σώμα μου, το υπέρ υμών κλώμενον» και παρατηρεί ότι το σώμα του Ιησού δεν υπήρξε «κλώμενον», διαμελισμένο, αλλά σταυρούμενο. Θεωρεί, επίσης, ότι το Μυστήριο της Βαπτίσεως προέρχεται κι αυτό από την «Ιερά» Ελευσίνα.