Η εύρεση των ιερών λειψάνων των αγίων έξι Μαρτύρων Σεραφείμ, Δωροθέου, Ιακώβου, Δημητρίου, Βασιλείου και Σαράντη έγινε, με τον εξής θαυμαστό τρόπο. Το έτος 1798 εμφανίσθηκαν, σε δράμα σε ένα παιδί ηλικίας τότε εννέα χρονών, πού ονομαζόταν Παίσιος, τρεις άνδρες, σαν έφιπποι στρατιώτες, λέγοντας σ' αυτό, ότι πρέπει να βγάλουν από την γη τα λείψανα τους, χωρίς όμως να γνωστοποιήσουν τα ονόματά τους. Το παιδί αυτό μετά από λίγες μέρες ανέφερε το δράμα του στον παππού του, ονόματι Σιδέρη, ο οποίος ήταν άνθρωπος αγροίκος και άπιστος και ο οποίος έδειρε το παιδί, γιατί νόμισε ότι έπλασε μόνο του την ιστορία για την εύρεση των Αγίων. Οι Άγιοι όμως δεν έπαυσαν να παρουσιάζονται συνέχεια στο όνειρο του παιδιού, και να του δείχνουν τον τόπο της ταφής των, ζητώντας την εξαγωγή από την γη των ιερών τους λειψάνων. Κάθε φορά πού ο παππούς του παιδιού άκουγε κάτι τέτοιο, οργιζόταν όλο και περισσότερο, πολλαπλασιάζοντας τις τιμωρίες. Ό άνθρωπος αυτός αφού τιμωρήθηκε από τη Θεία Δικαιοσύνη με διάφορες τιμωρίες, τελικά πέθανε αμετανόητος. Μετά ένα χρόνο αρχίζουν και πάλι να εμφανίζονται οι άγιοι Μάρτυρες στο παιδί, λέγοντας τα ίδια, δηλαδή ότι πρέπει να βγάλουν τα λείψανα τους από τη γη. Με αφορμή τις νέες αποκαλύψεις πήρε θάρρος το παιδί και ανακοίνωσε στον πατέρα του Ιωάννη τα καθέκαστα, ο οποίος με πολύ προθυμία δέχτηκε να αναλάβει το έργο. Επειδή όμως φοβόντουσαν τους Τούρκους κατακτητές, έσκαβαν μόνο τη νύχτα στον τόπο πού είχε υποδειχθεί, και σε βάθος περίπου τεσσάρων μέτρων βρήκαν την επομένη της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (16 Αυγούστου) τα ιερά λείψανα των Αγίων, τα όποια ευωδίαζαν υπερκόσμια ευωδιά. Με τα αγία λείψανα αυτά άρχισαν να γίνονται πάμπολλα θαύματα όχι μόνο σε ανθρώπους αλλά και σε κτήνη και σε αμπελώνες. Επειδή όμως αγνοούσαν οι Μεγαρείς τα ονόματα των Αγίων, άρχισαν να κάνουν νηστείες, αγρυπνίες και προσευχές και ο Θεός δεν άργησε να αποκάλυψη τα ονόματα τους. Ήσαν οι άγιοι Μάρτυρες Σεραφείμ, Δωρόθεος και Ιάκωβος. Μετά από ένα χρόνο περίπου εμφανίσθηκαν στο ίδιο παιδί, πού ήταν και ο φύλακας των ανευρεθέντων αγίων λειψάνων, και άλλοι δύο άγιοι Μάρτυρες Δημήτριος και Βασίλειος ονόματι, οι οποίοι έδειξαν τον τάφο τους, πού βρίσκεται σε μικρή απόσταση λίγων μέτρων προς βορά των πρώτων. Αφού βοήθησαν αρκετοί ευσεβείς χριστιανοί έβγαλαν με πολλή ευλάβεια και των δύο αυτών Αγίων τα ιερά λείψανα. Κατά την ώρα εκείνη βοή έβγαινε από τον τάφο, ενώ το πλήθος με πολλή ευλάβεια και φόβο παρακολουθούσε τα γεγονότα. Μετά τον ασπασμό των αγίων αυτών λειψάνων, τα ένωσαν μαζί με των άγ. Μαρτύρων Σεραφείμ, Δωροθέου και Ιακώβου. Μετά από είκοσι περίπου χρόνια υποδείχθηκε στον ίδιο νέο, από τον άγιο Μάρτυρα Σαράντη ή ανεύρεση και των δικών του λειψάνων, τα όποια βρίσκονταν μέσα σε χείμαρρο θαμμένα, σε αγροτική περιοχή βορείως της πόλεως των Μεγάρων. Ό Παίσιος πήρε μαζί του τον ιερέα Ιωάννη Μουστάκα, οι οποίοι αφού ήρθαν στον ορισμένο τόπο, είδαν ότι υπήρχαν θάμνοι ανέπαφοι και μεγάλη πέτρα, κάτω από την οποία υπήρχαν δύο τεράστια φίδια, γι' αυτό και ήταν αδύνατο να σκάψουν. Αφού γονάτισαν και προσευχήθηκαν, με τη χάρη του Θεού εξαφανίσθηκαν τα φίδια, και φωτεινή λάμψη βγήκε από τους θάμνους, κάτω από τους οποίους υπήρχαν τα ιερά λείψανα. Αφού τα μάζεψαν με ευλάβεια και κατάνυξη, τα έφεραν στα Μέγαρα και τα τοποθέτησαν μαζί με τα λείψανα των άλλων πέντε Μαρτύρων. Στο μέρος αυτό πού βρέθηκαν τα ιερά λείψανα του αγίου Σαράντη, κτίσθηκε αργότερα μικρό ξωκλήσι, που αν και βρίσκεται στην κοίτη του χειμάρρου, διατηρείται χωρίς βλάβη, μέχρι σήμερα. Ό Παΐσιος όταν έφτασε σε ηλικία σαράντα περίπου χρονών αν και δεν είχε πάει σχολείο, με τον φωτισμό του Θεού έμαθε τα απαραίτητα γράμματα και χειροτονήθηκε ιερεύς το έτος 1828, προκόβοντας πάντοτε με την ευλογία του Θεού και την βοήθεια των αγίων Μαρτύρων. Μετά το θάνατο του ιερέα Παϊσίου το έτος 1848, πολλοί ευσεβείς Μεγαρείς, οι οποίοι πολλές φορές είχαν ευεργετηθεί από τους Αγίους, θεωρούσαν απρεπές να βρίσκονται τα αγία λείψανα στο ερειπωμένο σπιτάκι, πού είχε κτισθεί από τον Παΐσιο στον τόπο πού βρέθηκαν οι Άγιοι. Άρχισαν λοιπόν ενέργειες να κτισθεί ιερός Ναός, στον τόπο πού υπήρχαν οι τάφοι των Άγιων, προς τιμήν και μνήμη τους. Ό θεμέλιος λίθος ετέθη το έτος 1889, και με κοινή δαπάνη και βοήθεια όλων των Μεγαρέων κτίσθηκε το ωραίο Παρεκκλήσιο των αγίων Μαρτύρων, ακριβώς στον τόπο πού βρίσκονται και οι τάφοι τους, οπού προστρέχουν με ευλάβεια οι ευσεβείς Μεγαρείς όλο το χρόνο, για να προσευχηθούν και να ζητήσουν τη βοήθεια των Αγίων, και ιδιαίτερα τη μέρα της μνήμης τους, όταν με κάθε μεγαλοπρέπεια λιτανεύονται τα ιερά λείψανα τους. Πλήθος θαυμάτων έχουν γίνει και συνεχίζουν να γίνονται σ' εκείνους που με καθαρή καρδιά και ακλόνητη πίστη ζητούν την προστασία τους. Από αυτά σημειώνουμε μερικά, προς δόξα του εν Τριάδι Θεού και τιμή των θαυματουργών Μαρτύρων Του.