Όταν πρωτοπήγα στον Άγιο Γέροντα είμασταν τέσσερις γυναίκες. Στην αυλή είδα μια μικρή εκκλησούλα. Η Γερόντισσα άνοιξε και μας είπε να περιμένουμε. Πήγα στην εκκλησία να ανάψω ένα κερί. Έριξα ένα πεντάδραχμο. Σκέφτηκα αμέσως μετά μήπως έκανα λάθος και έριξα το εικοσάδραχμο που προώριζα στην Ι. Μονή του Αγίου Νεκταρίου που θα πηγαίναμε κατόπιν και δεν είχα άλλα χρήματα. Ήταν το έτος 1963. Γέροντας βγήκε από το κελάκι του. Εγώ δεν τον είχα δει. Ένοιωσα το χέρι του στον ώμο μου και τον άκουσα να μου λέει : "Παιδί μου, ο Άγιος Νεκτάριος και κάθε Άγιος δεν θέλει μεγάλες λαμπάδες. Θέλει καθαρή καρδιά". Διάβασε τη σκέψη μου... Ύστερα μπήκαμε στο κελάκι του, εγώ εννοείται ήδη τα είχα χαμένα με αυτό που μου είπε!

Η μια γυναίκα ήταν αφιερωμένη και σκεπτόταν αν έπρεπε να πάει σε μοναστήρι ή να μείνει στο κόσμο. Της λέει πριν εκείνη τον ρωτήσει : "Όχι σε μοναστήρι. εκεί που είσαι, είσα σε καλό δρόμο"