Ο προ-προ πάππος μου Γιάννης Γραζάς ζούσε στην Πάτμο. Ήταν καπετάνιος ενός καϊκιού πο είχε και μετέφερε εμπορεύματα ανάμεσα στην Πάτμο και στα άλλα νησιά των Δωδεκανήσων. Σαν θαλασσινός τιμούσε τον Άγιο Νικόλαο. Μια φορά ο προ-προ πάππος μου επέστρεφε στη Πάτμο όταν ξέσπασε μα σφοδρή θύελλα. Την έβλεπε να λυσσομανά τριγύρω του και έτσι γρήγορα στράφηκε προς την ξηρά, γνωρίζοντας πως ήταν μακριά από την ακτή και ήταν αδύνατο να φτάσει πριν τον βρει η θύελλα. Η θύελλα δυνάμωνε και το καράβι πήγαινε σαν καρυδότσουφλο πάνω στα κύματα. Τότε προσευχήθηκε στον Άγιο Νικόλαο ο οποίος ήταν όχι μόνο ο οικογενειακός τους Άγιος αλλά και ο προστάτης των ναυτικών. Οι άντρες που ήταν μαζί του είχαν τρομοκρατηθεί και νόμιζαν πως θα πεθάνουν. Καθώς ο προ-προ πάππος μου βρισκόταν στο τιμόνι συνέχισε να προσεύχεται. Τότε αντιλήφθηκε κάτι γυαλιστερό να πλέει στην θάλασσα και να έρχεται προς το μέρος του καϊκιού. Όταν έφτασε δίπλα στο καράβι έσκυψε και είδε πως ήταν η εικόνα του Αγίου Νικολάου που είχε στο σπίτι. Την πήρε και την ανέβασε πάνω στο καράβι και αμέσως τα νερά γύρω από το καράβι ηρέμησαν ενώ η θύελλα μαίνονταν έξω από αυτόν τον μικρό κύκλο. Συνέχισαν το ταξίδι τους προς την ακτή χωρίς το παραμικρό επεισόδιο και χωρίς ούτε μια σταγόνα βροχής να πέσει πάνω τους. Τριγύρω υπήρχε τρομακτική καταιγίδα αλλά γύρω από το καράβι στο οποίο υπήρχε η εικόνα του Αγ. Νικολάου υπήρχε απόλυτη ηρεμία. Έκανε τον δρόμο της επιστροφής μέσα σε απόλυτη ηρεμία και κάτω από την προστασία του Αγ. Νικολάου. Κατόπιν πήρε την εικόνα και επέστρεψε στο σπίτι τελείως απείραχτος από την καταιγίδα. Μερικά χρόνια αργότερα, η οικογένεια αντιλήφθηκε πως η εικόνα του Αγ. Νικολάου έλειπε από το μέρος στο οποίο βρισκόταν. Μια μέρα ένας οικογενειακός φίλος βρισκόταν στην άλλη πλευρά του νησιού. Περπατούσε και σταμάτησε να ξεκουραστεί. Καθώς ξεκουραζόταν στην σκιά ενός δέντρου κάτι έπιασε το μάτι του λίγο μακρύτερα. Σηκώθηκε και πήγε να δει και βρήκε την εικόνα του Αγ. Νικολάου. Αναγνώρισε πως ήταν η εικόνα του προπάππου μου. Την πήρε και την επέστρεψε στο σπίτι του προπάππου μου. Λίγες μέρες αργότερα η οικογένεια αντιλήφθηκε πως η εικόνα έλειπε. Σκεφτόμενος σωστά ο παππούς μου πήγε στο μέρος όπου ο φίλος του είχε βρει την εικόνα και αυτή ήταν εκεί. Γύρισε σπίτι με την εικόνα και μαζί με την οικογένειά του προσευχήθηκε. Ανακοίνωσε πως ήταν επιθυμία του Αγ. Νικολάου να χτιστεί μία εκκλησία σε εκείνο το μέρος και ότι θα ήταν τιμή του να εκτελέσει τις επιθυμίες του Αγίου. Η εικόνα παρέμεινε στο εικονοστάσι μέχρι που το ξωκλήσι χτίστηκε. Το πρωί η εικόνα είχε πάλι χαθεί. Βρέθηκε παρ’ όλα αυτά στο σωστό της μέρος, στο ξωκλήσι του Αγ. Νικολάου.