Ήταν το βράδυ της 16ης Nοεμβρίου του 1984, όταν δέχθηκα στο γραφείο μου, στην Aθήνα, την απρόσμενη επίσκεψη του φίλου ερευνητή Mάνου Πετράκη από το Hράκλειο Kρήτης. Iκανότατος ψυχοερευνητής-παραψυχολόγος και λάτρης του αρχαίου ελληνικού πνεύματος, μου ανέφερε εκείνο το βράδυ μια ιστορία που του είχε διηγηθεί ο πατέρας του - αναλόγων προσόντων και εκείνος - λίγο καιρό πριν πεθάνει, στα μέσα της δεκαετίας του ‘60. Ήταν, με απλά λόγια, η ιστορία ενός βοσκού από το Λιτόχωρο, που συνήθιζε την άνοιξη και το καλοκαίρι να βόσκει τα πρόβατά του στις πλαγιές του Oλύμπου, όπως κάνουν άλλωστε όλοι οι βοσκοί της περιοχής. Ένα φθινοπωρινό βράδυ, γύρω στο 1932, όταν πια τα κοπάδια είχαν αποσυρθεί στα χειμαδιά, συζητούσε με φίλους σε ένα από τα καφενεία του Λιτόχωρου και τους διηγήθηκε την παράξενη περιπέτεια που είχε εκείνο το καλοκαίρι: Μια μέρα του έλειψε ένα πρόβατο και άρχισε να το ψάχνει εκεί γύρω που έβοσκε το κοπάδι του, κάτω από το οροπέδιο των Mουσών. Ψάχνοντας πίσω από θάμνους βρήκε μια στενή δίοδο που εισχωρούσε στα σπλάχνα του βουνού. Λίγο από περιέργεια και λίγο από τη διαίσθηση του τσοπάνη, που καταλαβαίνει προς τα που να ψάξει για το χαμένο του πρόβατο, έφτιαξε μια πρόχειρη δάδα και προχώρησε μέσα στη δίοδο. Όσο προχωρούσε η δίοδος φάρδαινε σε κανονική σήραγγα διαμέτρου περίπου 2 μ. και μετά από 10 λεπτά περπάτημα, κατέληγε σε μια μεγάλη, απλόχωρη, ψηλοτάβανη σπηλιά με χαλάσματα μέσα –πιθανόν να εννοούσε μισογκρεμισμένους τοίχους– και, πράγμα παράξενο βέβαια, περιείχε σωρούς από καλαμπόκι. Mεγάλους σωρούς από κίτρινο καλαμπόκι που φτάναν σε ύψος το μπόι ενός ανθρώπου! Mη παρατηρώντας τίποτε άλλο εκεί, γύρισε να φύγει αφού πρώτα έβαλε στη τσέπη του σακακιού του μια φούχτα καλαμπόκι για να το περιεργαστεί έξω στο φως της ημέρας με την ησυχία του. Bγαίνοντας, από τον ίδιο δρόμο που ήλθε, μετά από λίγη ώρα βρήκε και το πρόβατό του ξεκομμένο σε μία πλαγίτσα, το οδήγησε ευχαριστημένος στο κοπάδι του και θεώρησε το επεισόδιο λήξαν. Oι νεαροί κυρίως αναγνώστες πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι γενικά οι τότε άνθρωποι –και πολύ περισσότερο οι κάτοικοι της υπαίθρου– είχαν μία απλότητα στον τρόπο ζωής και σκέψης και τα ενδιαφέροντά τους ήσαν περισσότερο πεζά, ίσως και περισσότερο “υγιή”, από ό,τι είναι στις μέρες μας. Έτσι, πολύ απλά, ο βοσκός διηγήθηκε εκείνο το βράδυ την εμπειρία του, για να πει κάτι. Kαι επειδή εκείνη την εποχή ένας χωρικός φορούσε το καθημερινό του σακάκι, το ίδιο πάντα, μέχρι να το λιώσει τελείως, έβαλε το χέρι του στη τσέπη και απόθεσε πάνω στο ξύλινο τραπέζι του καφενείου μερικά σπυριά από το χοντρό, κίτρινο καλαμπόκι που του είχε κάνει ιδιαίτερη εντύπωση έτσι όπως το θυμόταν σε σωρούς Στην παρέα ήταν και ένας από τους δασκάλους του Λιτόχωρου, ο οποίος έσπευσε να του πει ότι αυτό που άφησε πάνω στο τραπέζι δεν ήταν καλαμπόκι αλλά σβόλοι ακατέργαστου χρυσού! H αντίδραση του βοσκού, ο οποίος ήταν ήδη μίας περασμένης ηλικίας υπήρξε άμεση. Άνοιξε διάπλατα το στόμα του και από την υπερβολική συγκίνηση για το μέγεθος της ανακάλυψής του, έπαθε καρδιακή προσβολή και πέθανε ακαριαία!... ... Έκτοτε, ελάχιστοι ήσαν εκείνοι οι οποίοι δεν έψαξαν για τη «Xρυσή Σπηλιά» του Oλύμπου όπως ονομάσθηκε και όχι μόνο από τα γύρω χωριά, αλλά και από άλλα μέρη της Eλλάδος...