Ήταν μια ανοιξιάτικη νύκτα περασμένα τα μεσάνυκτα.Το φεγγάρι ολοστρόγγυλο ασήμωνε με τις αχτίδες του την λαγκαδιά που κοιμόταν ξένοιαστη, έχοντας φύλακα της το ψηλό βουνό με τους άσπρους μύλους και το κάστρο το Βενέτικο. Μέσα εκεί ήταν κτισμένο το Μοναστήρι της Παναγίας της Μεγαλόχαρης Κυράς του νησιού, με τις εικόνες γεμάτες από χρυσά και ασημένια δώρα που οι νησιώτες φέρνανε στη χάρη της.
Δεν ακούγετο σ' εκείνη την νεκρική σιγή παρά από καιρού εις καρόν η ανατριχιαστική φωνή κουκουβάγιας η το ούρλιασμα κάπιου μανδρόσκυλου.
Ξάφνου ανοίγεται η πόρτα μιας καλύβας, βγαίνει μ' ένα σακκί μια γυναίκα, στέκει για μια στιγμή, ρίχνει ερευνητικές ματιές τριγύρω, κάμνει τρεις φορές το σημείο του Σταυρού, φορτώνεται στον ώμο το σακκί της και παίρνει τον δρόμο π' έφερνε στους μύλους.

Εκεί που περπατούσε ακούει βήματα και σε λίγο βλέπει δύο σκιές να χύνονται βιαστικά στον κατήφορο. Τρόμαξε κ΄έκαμε τον σταυρό της. Πριν ακόμη συνέλθει, βλέπει στο φως του φεγγαριού δύο άνδρες με κάτι φορτώματα στους ώμους να τρέχουν λαχανιασμένοι κατά το λαγκάδι.
Το πρωί, πριν ακόμη ο ήλιος χρυσώσει τις βουνοκορφές, η καμπάνα του Κάστρου πήγε να σπάσει από το κτύπα-κτύπα. Η καλογριά σαν πήγε πρωί-πρωί να θυμιάσει και είδε τις εικόνες γυμνές από τις πλούσιες αρμαθιές, άρχισε να κτυπά νευρικά την καμπάνα, και όλο το νησί υποπτεύθηκε πως κάτι το έκτακτο έτρεχε. Άνδρες, γυναίκες και παιδιά μαζεύτηκαν να δουν τι συμβαίνει, έμπαιναν στην εκκλησία, έβλεπαν την καταφρόνια των εικόνων κι έβγαιναν στον περίβολο να βρουν τους άλλους να σχολιάσουν, να βλασφημήσουν μ΄αγανάκτηση τον βέβηλο.
Σ' όλων τα πρόσωπα ήταν ζωγραφισμένη η συγκίνηση. Οι παπάδες που και αυτοί αντιπροσωπευθήκανε σ' εκείνο τον συναγερμό, έβγαλαν την εικόνα της Μεγαλόχαρης στα πεντένια, καί όλοι γονατισμένοι παρακαλούσαν την εικόνα να κάμει το θαύμα της....
Ξάφνου, ένας ψίθυρος ασυνήθιστος ακούστηκε. Ο κόσμος που μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν προσηλωμένος στη λιτανεία, γύρισε να δει τι συμβαίνει και βλέπουν τον Νικόλα,τον βουβό βοσκό που τον φώναζαν μουρλό, ν' έρχεται και εκείνος τρεχάτος κάμνοντας κάτι νεύματα και χειρονομίες ακατανόητες.
Δύο, τρεις πήγαν να τον συχάσουν, εκείνος όμως με νεύματα πάντοτε, τους έδειξε πως πρέπει να τον ακολουθήσουν. Μερικοί, τέλος, κατάλαβαν τι τους ζητούσε και τον άφησαν να τους οδηγήσει. Πήραν μαζί του τον κατήφορο και στη καμπή του δρόμου, στάθηκε μπροστά σε μια απόκρυφη σπηλιά και τους έδειξε ότι πρέπει να μπούνε. Με δισταγμό, αλλά και περιέργεια μπήκαν μέσα, και τι βλέπουν; Δύο άνδρες ήταν ξαπλωμένοι στη γη, πιασμένοι χωρίς να μπορούν να κινηθούν ,κι ανάμεσα τους ήταν δύο σακκιά με τους θησαυρούς της Μεγαλόχαρης. Η Παναγία έκαμε το θαύμα της.
Ο βουβός βοσκός εκεί που με το φως του φεγγαριού γύριζε σαν ξωτικό στους παληόμυλους,πέρασε έξω από τη σπηλιά, και είδε και έφερε την είδηση στο Μοναστήρι.