Ο Γιάννης Δέτσης μου διηγήθηκε μια ιστορία για ένα πηγάδι που έσκαβαν αυτός και τα αδέρφια του πριν από πολλά χρόνια στον Απείρανθο. Η μητέρα τους κάθε μεσημέρι τους έφερνε φαγητό εκει που δούλευαν. Ξαφνικά μια μέρα αρρώστησε. Τα σαγόνια της έκλεισαν και δεν μπορούσε να ανοίξει το στόμα της για να μιλήσει ή να φάει. Μετά από λίγες εβδομάδες αναγκάστηκαν να την μεταφέρουν σε ένα νοσοκομείο στην Αθήνα γιατί η κατάστασή της χειροτέρεψε και κινδύνευε να πεθάνει. Επί έξι μήνες σιτιζόταν ενδοφλέβια στο νοσοκομείο μέχρι που κατάφερε να ανοίξει λίγο το στόμα της για να μπορλεσει να φάει μόνη της. Τελικά την έφεραν πίσω στη Ναξο αλλά η γυναίκα είχε γίνει σκελετός. Τα επόμενα δύο χρόνια έμεινε στο κρεβάτι και δεν ήθελε να δει κανένα.

Μια νύχτα ενώ όλοι κοιμόντουσαν σηκώθηκε από το κρεβάτι της, βγήκε έξω και έπεσε μες στο πηγάδι. Κάποιοι άνθρωποι τριγύρω άκουσαν φωνές και ειδοποίησαν την οικογένειά της. Κατάφεραν να την αναδύρουν με μεηάλη δυσκολία. Την έβαλαν να ξαπλώσει στο κρεβάτι της και την επόμενη μέρα ανέκτησε τη φωνή της και μπορούσε κανονικά να ανοιγοκλείσει τα σαγόνια της. Είπε ότι πήγε και έπεσε στο πηγάδι επειδή είχε δει στον ύπνο της δύο γενειοφόρους άντρες που την υπαγόρευσαν να το κάνει. Η ίδια πίστευε ότι η σκια της είχε παγιδευτεί στο πηγάδι την εποχή που το έσκαβαν. Πέφτοντας λοιπόν μέσα σε αυτό κατάφερε να επανενωθεί με τη σκιά της.