Ο Γεώργιος Γούλιας ήταν ταξιτζής από τη Θεσσαλονίκη και πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο έκανε τακτικά δρομολόγια από
Θεσσαλονίκη στη Κοζάνη. Τότε όποιος είχε λίγα χρήματα προτιμούσε το ταξί από τα σαραβαλιασμένα λεωφορεία. Τις πιο φορές τα ταξί πήγαιναν γεμάτα και γύριζαν άδεια. Μια μέρα που γύριζε άδειος από Κοζάνη μια γριά σε μια στροφή της Καστανιάς τον έκανε νόημα να σταματήσει. Ήταν μαυροφορεμένη και στηριζόταν σε ένα ραβδί. Του έδωσε την εντύπωση ζωντανού σκελετού. Ήταν τόσο αδύνατη που δεν μπορούσε να μιλήσει. Απαντούσε στα ερωτήματά του με νοήματα ή με φωνή τόσο αδύνατη που σχεδόν δεν ακουγόταν. Ο Γούλιας την άνοιξε τη πόρτα και την έβαλε να καθήσει πίσω. Από το καθρεφτάκι την παρατηρούσε. Η γριά έμενε ακίνητη. Ο ταξιτζής την έκανε ερωτήσεις αλλά εκείνη δεν απαντούσε. Κάποια στιγμή έγειρε στο κάθισμα και ο Γούλιας έπαψε να την ρωτά σκεπόμενος ότι ήταν κουρασμένη και είχε γείρει. Δέκα χιλόμετρα παρακάτω, σε μια στροφή, φρενάρισε απότομα για να αποφύγει ένα φορτηγό. Κοίταξε στο πίσω κάθισμα και είδε πως η γριά έλειπε. Ο ταξιτζής φοβήθηκε μήπως είχε πεταχτεί έξω, σταμάτησε και έψαξε φωνάζονας αλλά χωρίς να βρει τίποτα. Περίμενε αρκετή ώρα στην οποία πέρασαν δύο-τρία αυτοκίνητα κανένα από τα οποία δεν είχε δει τη γριά.
Μηνες μετά γύριζε πάλι αδειανός από Κοζάνη όταν τη ξαναβρήκε στο ίδιο σημείο. Την πήρε και τη ρώτησε τι είχε συμβεί. "Τίποτα", απάντησε εκείνη. Μετά από μισή ώρα πάλι εξαφανίστηκε. Ο ταξιτζής κόντεψε να τρελαθεί. Άλλοι του έλεγαν πως είχε πάρει κάποια τρελή που πηδούσε από το ταξί ή πως ήταν ο ίδιος τρελός. Το Μεγάλο Σάββατο του 1940 γύριζε πάλι αδειανός όταν ξαναείδε τη γριά. Την πήρε, ασφάλισε τις πόρτες και δεν την έχασε από τα μάτια του. Στο σημείο που εξαφανιζόταν την είδε να εξαϋλώνεται : "τα μαύρα της ρούχα έγιναν λευκά, η μορφή της νεανική. Μου έφυγε από τον τρόμο το τιμόνι. Λίγο και θάπεφτα στο γκρεμό. Πως βρήκα το κουράγιο να συγκεντρωθώ και να φρενάρω δεν ξέρω..." Μόλις σταμάτησε σταυροκοπήθηκε και άρχισε να προσεύχεται δυνατά όταν ένιωσε μια θερμή πνοή και άκουσε ένα τραντατό γέλιο γεμάτο σαρκασμό. Έμαθε ότι στο σημείο εκείνο είχε σκοτωθεί σε τροχαίο μία κοπέλα που γύριζε νύφη στο χωριό της από τη Νεάπολη, έτσι όπως ήταν με το νυφικό της. (Εφημερίδα Βραδυνή 22-06-1950)