Στις 30 Ιανουαρίου 1959 η 58χρονη Χριστίνα Αρβανίτη πέθανε από έμφραγμα του μυοκαρδίου. Από το πρωί ένιωθε αδιαθεσία και στις 11 πμ την μετέφεραν επειγόνως στο νοσοκομείο όπου διαπιστώθηκε ο θάνατός της. Σχεδόν αμέσως διακομίστηκε και ο 61χρονος σύζυγός της Γεώργιος Αρβανίτης που δεν άντεξε το χαμό της.
Την επόμενη μέρα, 31 Ιανουαρίου, αρκετός κόσμος ήταν μαζεμένος για ολονυκτία στο σπίτι της νεκρής, στην οδό Δασυλλίου 51 στη συνοικία Βλατερό, κοντά στο παλιό ενετικό κάστρο. Στις 3 τα ξημερώματα, η 60χρονη αδερφή της νεκρής, Πανωραία Ληξουριώτη, εκδήλωσε ανησυχητικά φαινόμενα. Διακομίστηκε αμέσως στο νοσοκομείο αλλά πέθανε προτού φτάσει εκει. Οι γιατροί διέγνωσαν θάνατο από εμβολή. Μάλιστα επειδή υπήρξαν και ενστάσεις έγινε νεκροψία η οποία το βεβαίωσε. Λίγες μέρες μετά, το πρωί της 11ης Φεβρουαρίου, η 53χρονη Γεωργία Μπάλτα, η οποία βρισκόταν στη Πάτρα για να συλληπηθεί τα παιδια του Αρβανίτη ήταν στο σπίτι της οδού Δασυλλίου. Αισθάνθηκε ζάλη και έπεσε αναίσθητη. Όταν διακομίσθηκε στο νοσοκομείο ήταν ήδη νεκρή. Η υπόθεση είχε αρχίσει να γίνεται περίεργη. Για μια ακόμη φορά έγινε ολονυκτία στο σπίτι. Μια γειτόνισσα αφηγείται :
"Είχαμε μαζευτεί καμμιά δεκαπενταριά νοματέοι, άλλος συγγενείς, άλλος φίλος από καθήκον, να ξενυχτήσουμε τη νεκρή. Μα όλοι μας νιώθαμε πως κάτι κακό θα συμβεί, πως ένας ύπουλος εχθρός μας παραμόνευε. Πήγαιναμε και ερχόμασταν στα σπίτια μας ανησυχώντας για τους δικούς μας. Και όλοι εκεί γυρίζαμε κοιτάζουντας με θλίψη και αγωνία μαζί το τέταρτο θύμα του άγνωστου κακού. Ώσπου μιάμιση ώρα περασμένα μεσάνυχτα της 12ης Φεβρουαρίου έπεσε το θανατικό".
Πρώτο θύμα ήταν η 35χρονη Ρούσα Κουρή που ένιωσε αδιαθεσία και πέθανε λίγα λεπτά μετά τη διακομιδή της. "Επειδή το περιμέναμε ότι κάτι θα συνέβαινε", αφηγήθηκε ένας αυτόπτης, "κάποιον θα χτυπούσε ο χάρος, την πήραμε όλοι μαζί και την πήγαμε στο νοσοκομείο. Δεν πρόφτασε να ανέβει τα σκαλιά και πέθανε βγάζοντας από το στόμα αφρούς σαν σφαγμένο κοτόπουλο". Δεύτερο θύμα ήταν η 23χρονη Ευγενία Σολδάτου, τρίτη ήταν η 46χρονη Αθηνά Πορφυροπούλου και τέταρτη η 20χρονη Κυριακούλα Ντρίζη, η οποία τελικά σώθηκε. Όλες οι γυναίκες είχαν πάει σπίτι για την ολονυχτία της Μπαλτά και ήταν κοντά στο φέρετρο. Όλες τους ήταν γειτόνισσες.
Η συμφορά συνεχίστηκε τις επόμενες ώρες. Μέχρι τις 10 το πρωί της 12ης Φεβρουαρίου, μια 60χρονη, μια 30χρονη και ένας 52χρονος ένιωσαν λιποθυμικές τάσεις και τάση για εμετό ενώ μια 17χρονη υπέστη νευρικό κλονισμό. Όλοι τους βρίσκονταν στο μοιραίο σπίτι. Όμως η κατάστασή τους βελτιώθηκε γρήγορα και δεν χρειάστηκαν διακομιδή στο νοσοκομείο. Σαν να μην έφτανε αυτό, το ίδιο βράδυ διακομίστηκαν στο δημοτικό νοσοκομείο η 30χρονη Αδριάννα Μπελδάνη (ή Μελεζάκη) και η 26χρονη Νίκη Πολάτου. Αυτές είχαν σωριαστεί λιπόθυμες στην οικία τους, στην ίδια οδό. Λίγες ώρες αργότερα, μετά τα μεσάνυχτα, μια άλλη γειτόνισσα έπεσε αναίσθητη. Ήδη οι αρχές είχαν δώσει την εντολή να εμποδιστεί η είσοδος ατόμων στο μοιραίο σπίτι. Όμως ο αστυφύλακας Γεώργιος Ρέππας που φρουρούσε την είσοδο εκδήλωσε και αυτός αδιαθεσία χωρίς όμως σοβαρές συνέπειες.
Ο πανικός που επικράτησε στη περιοχή ήταν άνευ προηγουμένου. Οι κάτοικοι έμειναν κλεισμένοι στα σπίτια τους πανικόβλητοι ενώ το σπίτι φρουρείτο και η προσέγγιση σε αυτό απαγορεύτηκε. Το μέτρο της φρόυρησης έμοιαζε εντελώς περιττό αφού κανείς δεν τολμούσε να πλησιάσει το μοιραίο σπίτι έτσι κι αλλιώς. Έγιναν αλλεπάλληλες συσκέψεις αρμοδίων προκειμένου να καταλήξουν σε συμπέρασμα για τα αίτια των θανάτων. Ο καθηγητής ιατροφικαστικής Ηλιάκης εξέτασε τις σορούς και εξακρίβωσε ότι δεν επασχαν από μολυματική νόσο. Τα σπίτια κοντά στη "καταραμένη οικία" εγκαταλείφθηκαν από τους κατοίκους τους. Παρέμειναν μόνο οι ένοικοι ενος σπιτιού οι οποίοι κοιμόντουσαν με βάρδιες.
Οι φήμες άρχισαν να οργιάζουν και υπερφυσικές αιτίες επιστρατεύτηκαν αμέσως. Όλοι θυμήθηκαν την Πατρινέλλα, το στοιχειό της Πάτρας που γυρνά στις επάλξεις του φρουρίου. Σύμφωνα με τη παράδοση η Πατρινέλλα προστάτευε την πόλη από τις επιδημίες και επικρατούσε η δοξασία πως το κλάμα της ακουγόταν τη νύχτα όταν επρόκειτο να συμβεί κάποιο κακό στη Πάτρα.
Μετά τη νεκροτομή των τεσσάρων γυναικών από τον Ηλιάκη και τους ιατροδικαστές της Πάτρας Μουτούση και Αναγνωστάκη ανακοινώθηκε ότι οι θάνατοι είχαν προέλθει από δηλητηρίαση από μονοξείδιο του άνθρακα. Ο δε θάνατος της Μπαλτά είχε προέλθει από οξεία καρδιακή ανεπάρκεια που οφειλόταν σε βαριές αλλιώσεις της καρδιάς από την οποία έπασχε. Η Κουρή είχε πεθάνει από δηλητηρίαση από μονοξείδιο, όπως και η Σολδάτου και η Πορφυροπούλου. Επιπλέον η τελευταία έπασχε και από αμφοτερόπλευρη λοβώδη πνευμονία εν εξελίξει. Η Ντρίζη είχε δηλητηριαστεί από μονοξείδο αλλά είχε γλιτώσει. Το δωμάτιο στο οποίο είχε γίνει η ολονυκτία ήταν πολύ μικρό και το ίδιο το σπίτι ήταν πολύ στενάχωρο, έχοντας μόνο δύο δωμάτια.
Γιατροί και επιστήμονες των Πατρών εξέφρασαν ανφιβολίες για το πόρισμα. Γιατί δεν προσβλήθηκαν άλλοι αφού στο δωμάτιο βρίσκονταν 15 άτομα; Το δωμάτιο αεριζόταν από τη πόρτα που ανοιγόκλεινε συνεχώς. Αν ήταν δηλητηρίαση από μομοξείδιο, ότε γιατί οι πρώτες βοήθειες που προσφέρθηκαν δεν έφεραν αποέλεσμα; Γιατί οι γυναίκες πέθαναν σε μερικά λεπτά της ώρας; Και τέλος, γιατί τα θύματα δεν εμφάνιζαν τα κλασσικά συμπτώματα δηλητηρίασης από μονοξείδιο (έντονη κεφαλαλγία,παραλήρημα, παραισθήσεις κλπ.). Η δηληηρίαση από μονοξείδιο του άνθρακα μπορούσε να πιστοποιηθεί από φασματογράφο του αίματος αλλά τέτοιος δεν υπήρχε τότε στη Πάτρα.
Σύμφωνα με μια γειτόνισσα, η Ρούσα Κουρή είχε πει στη κόρη της Ευανθία ότι από τις 8μμ της μοιραίας νύχτας ένιωθε φόβο και την παρακαλούσε να την συνοδεύει παντού γιατί έβλεπε μια σκια. Αρχικά η κόρη της την καθησύχαζε αλλά πανικοβλήθηκε και αυτή όταν άκουσε ένα τρίξιμο στο σπίτι. Σύμφωνα με τον Πορφυρόπουλο, η Ρούσα ΚΟυρή είπε κάποια στιγμή στη γυναίκα του εν είδει αστείου ότι "κάτι μου λέει ότι θα πάω να συναντήσω πολύ σύντομα τη μακαρίτισσα". Η άλλη την διέψευσε αλλά η Κουρή "χαμογέλασε πικρά και δεν είπε τίποτε άλλο". Ένα άλλο παράξενο συμβάν ήταν ότι η νοσοκόμος Έλλη Σκλαβουνάκη, που είχε 10ετή πείρα και ήταν από τις ικανότερες νοσηλεύτριες, ενώ έκανε αφαίμαξη στη διακομισθείσα Ντρίζη (η οποία τελικά γλίτωσε) ζαλίστηκε και σχεδόν λιποθύμισε. Αμέσως την έβγαλαν από το θάλαμο και την αντικατέστησαν με άλλη.
Παρά το ιατρικό πόρισμα, οι κάτοικοι της περιοχής ήταν τρομοκρατημένοι και πίστευαν πως οι θάνατοι οφείλονταν σε κάποια υπερφυσική αιτία.