Στις 23 Μαίου 1952 ο 17χρονος Λουκάς Κωστάκος, εργάτης στα μεταλλεία βωξίτη του Διστόμου σκοτώθηκε από ένα έλατο που έκοβαν και άλλοι χωρικοί. Μεταφέρθηκε στο χωριό του το Στείρι και κηδεύτηκε. Το ματωμένο πουκάμισό του, άγνωστο γιατί, φυλάχτηκε στα γραφεία της Εταιρείας Βωξίτη. Μετά το θάνατο του νεαρού, η μητέρα του άρχισε να λέει ότιτον βλέπει στο όνειρό της, ότι συνομιλούσαν, ότι της έλεγε πως είναι καλά και ότι είχε έρθει πολλές φορές στο σπίτι. Η μητέρα ανέφερε οτι άκουγε τα βήματά του στο δωμάτιο. Ταυτοχρονα στο στάβλο, που ήταν κλειδωμένος, ακούγονταν χτύποι και τα ζώα αναστατώνονταν. Το πρωί ένα μουλάρι τους βρέθηκε σαμαρωμένο ενώ σε ένα άλλο βρέθηκε ένα σχοινί δεμένο κόμπους στο λαιμό του. Σε έξι σπίτια συγγενών άρχισαν να παρουσιάζοντα παρόμοια φαινόμενα : κάθε βράδυ ακούγονταν χτύποι στην εξώθυρα ή στο τζάμι, ενώ κάποιος φώναζε τους ενοίκους με τα ονόματά τους. Ταυτόχρονα τα ζώα αναστατώνονταν. Στο σπίτι της Λουκίας Σηργιάννη εκτός των χτύπων και των βηματισμών, είχαν αρχίσει να παρατηρούνται μετακινήσεις επίπλων και σκίσιμο ρούχων. Στο σπίτι του νεκρού, ένα αόρατο χέρι τράβηξε τα μαλλιά του πατέρα του. Στα Μεταλλεία Βωξίτη όπου φυλάσσονταν το πουκάμισο του νεκρού ακούγονταν χτύποι και φωνές με αποτέλεσμα ο φύλακας να τρομοκρατηθεί.
Το χωριό αναστατώθηκε και άρχισε να μιλά για βρυκόλακα.