Την 1η Αυγούστου 1945, η 25χρονη Σταματία Βαμβακά από τη Σάμο παρουσιάστηκε στα γραφεία της Εταιρείας Ψυχικών Ερευνών στην Αθήνα για να ζητήσει να ερευνηθούν κάποια περίεργα φαινόμενα που βίωνε. Η Βαμβακά, παντρεμένη και μητέρα δύο παιδιών, οραματιζόταν την Παναγία. Η οπτασια ήταν πάντα ντυμένη στα μαύρα, αλλά πολλές φορές γινόταν τόσο φωτεινή που θάμπωνε τα μάτια. Μετά από το όραμα η Βαμβακά συνερχόταν για να δει αποτυπωμένη με κόκκινες γραμμές την εικόνα της Παναγίας στο μπράτσο, στο μέτωπο ή σε κάποιο άλλο σημείο του σώματός της. Το φαινόμενο αυτό παρατηρείτο και χωρίς όραμα. Έτσι στις 2 Αυγούστου ενώ βρισκόταν στα γραφεία της ΕΨΕ ένιωσε το δεξί της χέρι να μουδιάζει και αστραπιαίως αποτυπώθηκε εντελώς αυτόματα και καθαρά επάνω στο βραχιονά της η εικόνα της Παναγίας κρατώντας τον Χριστό. Διαπιστώθηκε ιατρικά από τον Τανάγρα ότι οι γραμμές δημιουργούνταν από δάρρηξη των αγγείων και έμεναν ορατές επί 2-3 μέρες.
Η Βαμβακά είχε αναγκαστεί να έρθει στην Αθήνα επειδή η ζωή της στη Σάμο είχε καταντήσει δύσκολη εξαιτίας των φημών για δαιμονικά φαινόμενα. Η Παναγία είχε υποδείξει στη νεαρή γυναίκα να σκάψει σε ένα ορισμένο σημείο για να βρει την εικόνα της. Ο παπάς του χωριού και διάφοροι κάτοικοι ακολούθησαν τις οδηγίες της και όντως βρήκαν θαμμένη μια μικρή εικόνα στο χώμα που είχε χρόνια να ανακατευτεί. Αξιζει να σημειωθείότι η Βαμβακά είχε καταφύγει στην ΕΨΕ μετά από προτροπή της ίδιας της Παναγίας. Ο Άγγελος Τανάγρας αποφάνθηκε πως επρόκειτο περί "εξαιρετικού φαινομένου στιγματικής ιδεολψίας", κοντολογίς η Βαμβακά επηρέαζε το σώμα της με την σκέψη της κατά τον ίδιο τρόπο που τον επηρεάζουν οι στιγματικοί (Εφημερίδα Βραδυνή 3-8-1945)