Ο περιηγητής Παυσανίας είναι ο πρώτος που κάνει λόγο για περίεργα φαινόμενα στα Αττικά του, για την περιοχή Πεντέλης - Μαραθώνα : "Ενταύθα ανά πάσαν νύκτα και ίππων χρεμετιζόντων και ανδρών μαχομένων έστιν αισθέσθαι. Καταστήναι δε ές εναργή θέαν επίτηδες μέν ούκ έστιν ότω συνήνεγκεν, ακηκόω δε οντι και άλλως συμβάν ούκ έστιν εκ των δαιμόνων οργή". ( Εδώ κάθε νύχτα έχεις κανείς την αίσθηση οτι ακούει χλιμιντρίσματα αλόγων και άνδρες που μάχονται. Όποιος επίτηδες προσπαθήσει να δει, θα τους συμβεί κάτι κακό. Αν όμως δεν έχει ακούσει γι' αυτά και του συμβούν τυχαία, οι δαίμονες δεν εξοργίζονται.) Στον κάμπο του Μαραθώνα, έλεγαν ότι όποτε έπεφτε η νύχτα, ακούγονταν θρήνοι και λυπητερές φωνές, σαν γυναίκες που τις βασάνιζαν. Όσο πιο πολύ ζύγωνε κάποιος, τόσο αυτές οι φωνές δυνάμωναν. Στην ίδια περιοχή, στο Κάτω Σούλι, υπάρχει μια λίμνη που λέγεται Δρακονέρα και το βουνό δίπλα της λέγεται Δρακονέρα επίσης. Εκεί υπάρχει μια μικρή σπηλιά που μέσα σ' αυτήν κατοικεί ένα στοιχειό. Κανείς δεν τόλμησε ποτέ να μπει εκεί μέσα, εκτός και αν έμπαιναν πολλοί και αρματωμένοι. Στις κορυφές του Βρανά που αποτελεί την βορειοανατολική προέκταση της Πεντέλης, οι άνθρωποι έλεγαν ότι περιφέρεται ένας γιγάντιος καβαλάρης που κουβαλάει ένα ρόπαλο ("Παραδόσεις" του Νικ.Πολίτη) Κάτι αντίστοιχο για τον καβαλάρη, μας λέει και ο Κώστας Ρωμαίος στο βιβλίο του "Το Αθάνατο Νερό" : "Και στου Βρανά αντίκρυ στα ριζοβούνια, φαίνεται καμιά φορά τη νύκτα να τρέχει ένας μικρός καβαλάρης." Το περίεργο εδώ είναι ότι ο Ν. Πολίτης το παρουσιάζει "γιγάντιο", ενώ ο Κ. Ρωμαίος, "μικρό". Από τον Νίκο Πολίτη πάλι, διαβάζουμε τα παρακάτω : "Μια φορά 'ς τον καιρό των Ελλήνων ήρθαν πολλαίς φούσταις 'ς αυτόν τον κάμπο. Οι Αθηναίοι, που είχαν το στρατό τους πάνω 'ς της Γριάς το μανδρί, έπεσαν κατά πάνω τους και τόσο πολλούς εσκότωσαν, που εκοκκίνησε απο το αίμα το ποτάμι." "Σ' τον κάμπο του Μαραθώνα έγινε μια φορά μεγάλη μάχη. Τούρκοι πολλοί με άρμενα πολλά ήλθαν να σκλαβώσουν τη χώρα και απ' εκεί να περάσουν 'ς την Αθήνα. Δεν επήγαν γραμμή 'ς την Αθήνα, γιατί οι Έλληνες εφύλαγαν με πολλά πλεούμενα και τρικάταρτα τον Πειραιά. Οι Έλληνες ήσαν λίγοι εμπρός 'ς την αμέτρητη δύναμη του εχτρού. Εσυνάχτηκαν απ΄όλα περίγυρα τα χωριά και απο την Αθήνα, κ' έπιασαν πόλεμο φριχτό. Αν τους νικήσουμε, σου λέγει, εδώ, πάει, τους σπάσαμε δε θα ιδούν τη στράτα να φύγουν. Επολέμησαν απο την αυγή έως το βράδυ. Απελπισμένοι επολέμησαν οι εχτροί, αλλά πλέον απελπισμένοι επολέμησαν οι Έλληνες. Το αίμα επήγε ποτάμι. Έφτασεν έως τα ριζά του Βρανά και έως το Μαραθώνα αντίκρυ. Έσυρεν ώς τη θάλασσα κ'έβαψε κατακόκκινα τα κύματα. Θρήνος και κακό έγινε. Τέλος ενίκησαν οι Έλληνες. Οι Τούρκοι έτρεξαν να γλυτώσουν 'ς τά καράβια. Οι Έλληνες τους εκυνήγησαν κ'εκεί, τους κατέσφαξαν, κανείς απο τους εχτρούς δεν εγύρισε πίσω. Έτρεξαν τότε δύο να φέρουν να φέρουν την είδηση'ς την Αθήνα. Ο ένας έτρεξε καβαλλάρης, ο άλλος πεζός κι' αρματωμένος. Ο καβαλλάρης επήγεν απο το Χαλάντρι. Ο πεζός έπιασε τη Σταμάτα. Φτεροπόδαρος ανέβηκε τον Αφορεσμό και κατέβηκε 'ς το χωριό. Καθώς τον είδαν οι γυναίκες έτρεξαν κοντά του. "Σταμάτα, του φώναζαν, σταμάτα !" Ήθελαν να τον ερωτήσουν τι απόγινε η μάχη. Εστάθηκε μια στιγμή να πάρει φύσημα, κ' έπειτα, πάλι δρόμο. Τέλος φτάνει 'ς το Ψυχικό. Εκεί πήγε να ξεχυχήσει, πιάστηκε η αναπνοή του, τα πόδια του έτρεμαν τώρα έλεγε να πέση. Αντρειεύεται τότε και παίρνει βαθυό ανασασμό, και μιά και δύο, έφτασε τέλος 'ς την Αθήνα. "Ενικήσαμε !" είπε, κ' έπεσε ευτύς κ΄ εξεψύχησε. Ο καβαλλάρης ταχυδρόμος ακόμα δεν εφάνηκε ! Εκεί όμως που που σταμάτησε ο πεζοδρόμος κ'εκεί που πήρε ανάσα, άφησε τ'όνομα του καμώματός του. Το πρώτο χωριό τ΄ωνόμασαν Σταμάτα, το δεύτερο Ψυχικό. Θα παρατηρήσατε οτι η τελευταία ιστορία είναι σχεδόν ίδια με το γεγονός της Μάχης του Μαραθώνα. Λίγοι Έλληνες, αμέτρητοι Τούρκοι, θριαμβευτική νίκη των Ελλήνων, ο αγγελιοφόρος της νίκης που φώναξε "Ενικήσαμε"...