Αρκετά παλιά διηγούνται οι κάτοικοι του χωριού, ένας όμορφος βοσκός έβοσκε τα πρόβατα τα οποία σταδιακά τον οδήγησαν στο τότε γραφικό γεφυράκι κοντά στο Μισιργιάννη που από κάτω του περνούσε ένα μικρό γάργαρο ποτάμι. Σουρούπωνε και σαν ήρθε η ώρα να μετακινηθούν στράφηκε να διασχίσει το γεφύρι. Προχωρούσε καλώντας τα και τα πρόβατα να τον ακολουθήσουν μα, αμέσως κοντοστάθηκε. Κάτι τον κρατούσε να μην συνεχίσει, ένα περίεργο προμήνυμα ίσως, ή κάποια αδιόρατη δύναμη. Τριγύρισε το βλέμμα του ολόγυρα σαν να προσπαθούσε να καταλάβει τι ήταν αυτό που τον σταματούσε. Τότε κάτι περίεργο τράβηξε την προσοχή του. Τότε κάτι περίεργο τράβηξε την προσοχή του. Κάτι που λαμπύριζε λίγο πιο μακριά από τα πόδια του. Γύρισε αργά και κοίταξε. Μέσα στο νερό του ποταμού είδε το ολοστρόγγυλο φεγγάρι. Η ανάσα του κόπηκε και ο ίδιος κοκάλωσε σαν να είδε φίδι. Του είχε δημιουργηθεί η αίσθηση πως ο δίσκος του φεγγαριού σχημάτιζε μια δίνη που τον μαγνήτιζε. Ανεξήγητος τρόμος τον κατέκλυσε και σαν να τον είχαν καταλάβει χίλια στοιχειά, η καρδιά του άρχισε να ξεπερνάει τους φυσιολογικούς ρυθμούς. Οι γρήγοροι παλμοί αντικαταστάθηκαν σύντομα από απροσδιόριστη και ανεξήγητη ζάλη καθώς ένιωθε να βυθίζεται στην καταχθόνια δίνη του ολόλευκου φεγγαριού που στεκόταν εκεί σιωπηλό και απειλητικό. Προσπάθησε να κάνει πίσω, να φύγει, να εγκαταλείψει τρέχοντας μακριά από το μέρος γιατί φοβόταν ότι θα χανόταν μέσα στη δίνη του φεγγαριού, καθώς η έλξη του είχε ήδη αρχίσει να γίνεται όλο και πιο δυνατή, όλο και πιο ισχυρή. Οι δυνάμεις του κατέρρεαν και δεν μπορούσε άλλο να αντισταθεί. Η φωνή του δεν έβγαινε και έμοιαζε να ζούσε έναν εφιάλτη από τον οποίο δεν μπορούσε να ξυπνήσει. Και τότε συνέβη κάτι περίεργο. Ένιωσε να τον τυλίγει, κάτι σαν ελαφρύ αέρα, σαν γαλήνιο αλλά δυνατό και στιβαρό ρούφουλα να τον σηκώνει. Δεν ένιωσε πόνο ούτε κάποια ενόχληση. Οι χτύποι της καρδιάς του επανήλθαν στο φυσιολογικό, ο τρόμος του σιγά σιγά εξαλείφτηκε και πολύ σύντομα μπόρεσε να νιώσει ξαφνικά ασφαλής. Μόνο που κάτι είχε αλλάξει. Δεν βρισκόταν πλέον στο γεφυράκι, ούτε υπήρχε ποτάμι εκεί κοντά. Ήταν νύχτα βέβαια, και δεν μπορούσε να αναγνωρίσει το χώρο, αλλά σίγουρα το μέρος ήταν διαφορετικό. Είχε μαζί του σπίρτα και η πρώτη του σκέψη ήταν να ανάψει ένα, το οποίο έτυχε να σβήσει. Άναψε ένα ακόμα, αλλά και αυτό αμέσως έσβησε. Κι όμως δεν φυσούσε! Άρχισε να ανησυχεί. Άναψε κι άλλο που πάλι έσβησε, αλλά αυτή τη φορά έμοιαζε σαν κάποιος να το είχε φυσήξει. Η ανησυχία του άρχισε να σιγά-σιγά να αλλάζει σε ταραχή. Άναψε και άλλο σπίρτο, κι άλλο μέχρι που του τελείωσαν. Όλα έσβηναν με πλήρη άπνοια και πάντα του δινόταν η αίσθηση ότι κάποια αόρατη παρουσία δίπλα του φυσούσε τη φλόγα από το σπίρτο, μόλις αυτό άναβε. Είχε πια αρχίσει να τρομάζει για τα καλά! Η νύχτα, το σκοτάδι, η ξαφνική και ανεξήγητη αλλαγή του περιβάλλοντος, οι σιγανοί ψίθυροι του δάσους, τα σπίρτα που μια αόρατη πνοή τα έσβηνε… όλα αυτά άρχισαν να τον κυριεύουν. Αισθανόταν αδυναμία και σε λίγο ένιωσε πως θα μπορούσε ακόμα και να κλάψει. Πριν λοιπόν λυγίσουν και οι τελευταίες του δυνάμεις, πριν τον καταλάβει αμόκ, υστερία ή οτιδήποτε άλλο που ενδεχομένως θα το έκανε να χάσει τελείως τα λογικά του, άρχισε να φωνάζει και να καλεί σε βοήθεια. Μετά από αρκετή ώρα και επειδή ήταν ήσυχη νύχτα, οι φωνές του ακούστηκαν από κάποιος χωριανούς που ήρθαν και το πήραν. Όταν τα πράγματα ηρέμησαν ο βοσκός έμαθε πως είχε βρεθεί στο Πουρναράκι, πολλά μίλια μακριά! Ο ίδιος, ακόμα και στα γεράματά του, απέκλεισε να έφτασε σε εκείνο το χωριό χωρίς να το έχει καταλάβει, καθώς η απόσταση ήταν αρκετά μακρινή, ανηφορική και δύσβατη. Με τον καιρό, η ιστορία κυκλοφορούσε από στόμα σε στόμα και η μυστηριώδης δύναμη που τον μετέφερε από το ένα μέρος στο άλλο, έμεινε γνωστή σαν πράξη από νεράιδες που χορεύοντας γύρω του, έσβηναν τα σπίρτα που προσπαθούσε να ανάψει.