Από τις πρώτες διηγήσεις που έμαθα, ήταν το ανεξιχνίαστο όσο και ξωτικό φαινόμενο στην πηγή με τα πλατάνια. Το ίδιο βράδυ πήγα να το εξερευνήσω. Το πυκνό σκοτάδι δεν φάνηκε να με επηρεάζει, ωστόσο περίεργη ανατριχίλα άρχισε να σκαρφαλώνει από τα πόδια προς το κεφάλι. Είμαι σίγουρος ότι η αιτία δεν ήταν ο φόβος για το νυχτερινό εξοχικό τοπίο ούτε για την άγνοια του αγνώστου. Μια ασαφής αλλά χαλαρή δίνη μου φάνηκε πως στριφογύρισε επάνω μου και κουλουριάστηκε στους ώμους. Να ήταν κάποια φυσική ενέργεια που ανάβλυζε από το έδαφος; Η μήπως οι πηγές κατακλύζονταν από κάποιο στοίχειωμα που με επισκέφτηκε είτε από περιέργεια είτε για να με τρομάξει; Οι παλιοί έλεγαν πως εκεί έβγαινε τις αφώτιστες νύχτες ένα ακέφαλο κριάρι! Έλεγαν πως ήταν καταραμένο από μια νεράιδα και εμφανιζόταν αργά, λίγο πριν από το βαθύχρωμο ξημέρωμα και συνήθως τις ανάστερες άνοιξες που παντρεύονταν τα μουντά καλοκαίρια. Ήταν φοβερά δαιμονική παρουσία. Όποιος έβλεπε το ασβολερό κριάρι έπρεπε να είχε πολύ γερά νεύρα για να αντέξει την παρουσία του. Οι περισσότεροι έμεναν αποσβολωμένοι αν δεν τα «κακάρωναν», όπως χαρακτηριστικά μου είπαν. Λένε πως το ακέφαλο κριάρι ήταν κάποτε ξανθός και χειροδύναμος βοσκός που ερωτεύτηκε μια ροδομάγουλη και κοντυλογραμμένη νεράιδα, η οποία έμενε στις πηγές και χόρευε γυμνή τις νύχτες παρενοχλώντας τους περαστικούς. Φαίνεται όμως, πως η ωραιοφάνταχτη νεράιδα ερωτεύτηκε τον νεαρό βοσκό και από τότε έπαψε να πειράζει τους διαβάτες. Ήθελε πλέον να ζήσει μαζί του. Αυτός ήταν και ο λόγος που και οι υπόλοιπες ζαχαροζυμωμένες νεράιδες μαζί και η άγρυπνη νεραϊδομάνα, καταράστηκαν τον βοσκό και τον μεταμόρφωσαν σε κριάρι. Όμως η ερωτευμένη νεράιδα, όταν είδε το μαγεμένο ζώο δεν πτοήθηκε. Έπεσε στην αγκαλιά του και το φιλούσε λαίμαργα στο στόμα. Τότε η νεραϊδομάνα του πήρε το κεφάλι και από τότε το κριάρι έμεινε ακέφαλο… Μολονότι μόνο οι μεγαλύτεροι σε ηλικία βλέπουν ακόμα το ακέφαλο πλάσμα να περιφέρεται στις πηγές, οι νεώτεροι έχουν να μας προσθέσουν μια διαφορετική μαρτυρία, που συνέβη σε φίλη μου, η διήγηση της οποίας ήταν άλλωστε και η κύρια αφορμή για το ταξίδι αυτό. Ήταν νύχτα προς το ξημέρωμα. Αρχές ενός βροχερού και συννεφιασμένου, σχεδόν μελαγχολικού καλοκαιριού. Η κοπέλα μόλις είχε ολοκληρώσει τη βραδινή της διασκέδαση και αποφάσισε να γυρίσει στο σπίτι της. Ήταν νυσταγμένη και αρκετά κουρασμένη. Ωστόσο η υπερένταση της βραδιάς της έδινε ακόμα κουράγιο για να μπει στο αμάξι της και να ξεκινήσει. Ερχόταν από την παραλία Ψαροπούλι και έστριψε στο δρόμο Μεγαγιάννης προς το χωριό. Η νύχτα ήταν ήσυχη αλλά το δυνατό σχετικά αεράκι λίκνιζε τα δέντρα δίνοντας τους περίεργα και απόκοσμα σχήματα. Φτάνοντας πολύ κοντά στις πηγές, η μηχανή του αυτοκινήτου σταμάτησε ενώ παράλληλα έσβησαν και τα φώτα. Ασυναίσθητα η κοπέλα έβαλε το χειρόφρενο. Στο δρόμο δεν υπήρχαν φώτα του δήμου, ενώ του αυτοκινήτου παρέμεναν σβηστά και φεγγάρι δεν υπήρχε. Μονάχα τα μακρινά αστέρια του ουρανού παρακολουθούσαν το σκηνικό και αυτά τρεμόσβηναν σαν να ‘θελαν να κρυφτούν από το αφύσικο συμβάν. Ξαφνικά μια έντονη λάμψη χτύπησε το μπροστινό καθρέφτη και τα μάτια της πόνεσα από το απροσδόκητο κεραύνιο φεγγοβόλημα. Έτριψε τα μάτια της και κοίταξε ξανά στο καθρέφτη. Ήταν φώτα από ένα μηχανάκι που ερχόταν από πίσω της. Συγκέντρωσε όλη τη ψυχραιμία, βγήκε από το αμάξι και σχεδόν τρέμοντας, έτρεξε λαχανιασμένα προς τα εκεί κουνώντας τα χέρια της για να σταματήσει. Το μηχανάκι φρέναρε και ο οδηγός ξαφνιασμένος ρώτησε τι συνέβη. Η κοπέλα στην προσπάθειά της να του εξηγήσει του έδειξε το αμάξι το οποίο παραδόξως είχε τώρα τα φώτα ανοιχτά και τη μηχανή του να δουλεύει σαν να μην είχε συμβεί τίποτα… Επτά καλοκαίρια έχουν περάσει από τότε. Πολύς κόσμος έχει διασχίσει τον ίδιο δρόμο καθώς είναι ένας από τους κεντρικούς του χωριού. Το φαινόμενο έχει συμβεί, σύμφωνα με μαρτυρίες, τέσσερις ακόμα φορές σε διάστημα μάλιστα μίας περίπου εβδομάδας! Πάντα το ίδιο περιστατικό: Καθώς το αυτοκίνητο διασχίζει το δρόμο προς τις πηγές, η μηχανή και τα φώτα του σβήνουν για μερικά λεπτά, για να επανέλθουν αργότερα το ίδιο ανεξήγητα.