Η ιστορία που θα σας διηγηθώ είναι άνω των 80-90 ετών. Εκείνη την εποχή ζούσε στο Αλιβέρι ένας άντρας που κάθε πρωί έπαιρνε ασταμάτητα τους δρόμους. Πήγαινε στα χωράφια του και στα ζώα του, κάνοντας τις απαραίτητες εργασίες. Κάθε όμως που νύχτωνε, μαντρωνόταν στο σπίτι του και δεν το κουνούσε μέχρι την αυγή. Τον ρωτούσαν πολλοί φίλοι του γιατί δεν έβγαινε μαζί τους για ένα ποτηράκι κρασί, όμως αυτός απέφευγε να απαντήσει. Ώσπου κάποια μέρα τους συνάντησε στο καφενείο και τους εκμυστηρεύτηκε πως κάθ φορά που νύχτωνε και τύχαινε να βρίσκεται έξω τον συναντούσαν οι νεράιδες και τον έκαναν... ασήκωτο στο ξύλο! Άρχισαν τότε να τον κοροϊδεύουν οι φίλοι του και από δίπλα στεκόταν ο παππούς μου που ήταν παρών στη συζήτηση.

Ένα απόγευμα λίγο πριν σβήσει για τα καλά ο ήλιος, ο παππούς μου άκουσε χτυπήματα στη πόρτα. Ήταν ο φίλος του. "Μήτσο,έχασα την ώρα μου με τα ζώα και νυχτώνει. Θα με πας ως το σπίτι; Φοβάμαι να πάω μόνος.", του είπε. Τι να κάνει ο παππούς, έζεψε ένα μουλάρι και πήρε μαζί του το δρόμο προς το σπίτι. Σε ένα όμως από τα σταυροδρόμια της περιοχής μας, λίγο προν φτάσουν στο τέλος της διαδρομής, ο άντρας άρχισε να χτυπιέται πάνω στο ζώο. "Δεν τις βλέπεις;", φώναζε. "Κάνε κάτι να σταματήσουν. Δεν αντέχω άλλο", έλεγε ουρλιάζοντας, χτυπώντας πάνω-κάτω τα χέρια του, προσπαθώντας να διώξει έναν αόρατο εχθρό. Ο παππούς μου ούτε άνθρωπο έβλεπε ούτε σκιά. Καταλάβαινε όμως ότι ο φίλος του υπέφερε και γι' αυτό τον τράβηξε κακήν κακώς και σχεδόν σερνάμενο και τον πήγε ως τη πόρτα του σπιτιού του. Εκεί διαπίστωσε πως ο φίλος του όντως είχε χτυπηθεί άσχημα από χέρια που ο ίδιος δεν μπορούσε να εντοπίσει προηγουμένως.

Λίγες μέρες μετά οι συγγενείς του άντρα τον πήγαν σε μια γυναίκα στη Κόρινθο που έλεγαν πως έβγαζε από μέσα τα δαιμόνια και τα "τραβηχτικά". Από τότε, ο φίλος του παππού μου κυκλοφορούσε μέρα και νύχτα στο χωριό, χωρίς να τον ενοχλήσει τίποτα ξανά.

(Από τον Γιάννη Γ. όπως τα διηγηήθηκε στην Ειρήνη Φ. Κουτσαύτη)