Δύο ρες περίπου προσευχόταν κλαίγοντας  κ. Κωνσταντνος Πολυχρονίου,
νώτερος κρατικς πάλληλος μπροστ στ Λάρνακα το σίου Ρώσου.
>
> Φορο
σε πιζάμες κα να ταξ τν περίμενε στν Βορειν πύλη τς κκλησίας.
ταν τελείωσε τ μυστική του συνομιλία μ τν σιο, ξεκίνησε μ ργ βήματα,
> σέρνοντας τ
ς παντόφλες στ δάπεδο κα προχωροσε πρς τν ξοδο. Τν
> σταμάτησε 
νας ερέας τς μονς κα τν ρώτησε γιατί κλαιγε τόση ρα, γιατί
> δ
ν ταν ντυμένος κανονικ κα ρθε στν κκλησία μ πιζάμες κα ν
πιθυμοσε ν το δινε δωμάτιο στν ξενώνα ν ναπαυθε γι λίγο ν τ εχε
νάγκη.
>
> - 
χι πάτερ, πάντησε κα συνέχισε, μ ξεκούρασε γι πολλ χρόνια  γιος,
> α
τός,  μεγάλος κα θαυματουργς γιατρς πο πηρετετε. Σήμερα τ πρω
> στ
ν «Εαγγελισμό», στ Νοσοκομεο, ρθε  γυναίκα μου ν μ δεχει
> περάσει δεκαετία κα
 πλέον ν σταθ ρθιος πως μ βλέπετε τώρα. Μία χρόνια
> πάθηση το
 νευρικο συστήματος και μία ρρώστια πο εχα περάσει μου φεραν
ναπηρία τόση πο χασα τ θέση μου, πρα πρόωρα σύνταξη κα δηγήθηκα στ
> Νοσοκομε
α γιατί μετ τ δεύτερο χρόνο εχα πάνω π 80% παράλυση τν κάτω
κρων.  παράλυση,  κακ ψυχολογικ κατάσταση,  πρόωρη ξοδός μου π τ
> δραστηριότητα τ
ς ζως μ δηγοσαν σ μαρασμό, σχεδν στ θάνατο. Σήμερα,
> λοιπόν, τ
 πρω  γυναίκα μου ρθε στ Νοσοκομεο, μ βρκε ν κοιμμαι, δν
> μ
 ξύπνησε, παρ κάθισε δίπλα στ κρεβάτι μου σ μία καρέκλα. Γι λίγα
> δευτερόλεπτα τ
ν πρε  πνος. Βλέπει στ νειρό της τι, στ διπλαν θάλαμο
> γινόταν 
πισκεπτήριο γιατρν. νάμεσά τους ταν νας γνωστος ξένος γιατρός.
> Τ
ν πλησιάζει  γυναίκα μου κα το λέει:
>
> Γιατρέ μου, ε
στε ξένος; Σς βλέπω γι πρώτη φορ στ Νοσοκομεο. Σας
> παρακαλ
 στ διπλαν θάλαμο χω τν νδρα μου πάνω π δέκα χρόνια παράλυτο.
> Οι γιατροί μου 
χουν πε τν λήθεια, τι χάνω τ σύντροφό μου. Χάνω τ
> στήριγμά μου. Θ
 πεθάνει  σύζυγός μου. λτε, γιατρέ μου, ν τν δετε, ν
> το
 δώσετε κουράγιο, ν μς πετε κάτι κα σες.
> - Πήγαινε, κυρία μου, περίμενε κα
 θ δ κα τ σύζυγό σου.
> Ναί, γιατρέ μου, πέστε μου τ