Μπαμπούγερα Κ.Βρύσης

 

του ΓΕΩΡΓ.Ν.ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΙΔΗ
"Γιορτές και Δρώμενα στο Νομό Δράμας"

Τοπική Ένωση Δήμων και Κοινοτήτων Ν. Δράμας
Δράμα 1997

(ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ-ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ-ΘΕΟΦΑΝΕΙΑ)


Το Δωδεκαήμερο πλαισιώνεται σε όλα τα μέρη με πλουσιότατη εθιμολογία,
η οποία προσδίδει ιδιαίτερο πανηγυρικό τόνο όχι μόνο στις τρεις μεγάλες εορτές
(Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, Θεοφάνεια),
αλλά και στις ενδιάμεσες ημέρες της περιόδου αυτής.

Παλαιότερα ήταν εντονότατα παρών και ένας δεισιδαιμονικός φόβος για νυχτερινά παράξενα όντα και αστρικές επιδράσεις, επειδή η περίοδος αυτή συμπίπτει με μια καμπή του ετήσιου κΰκλου του Ηλίου (χειμερινές τροπές).
Το Δωδεκαήμερο επίσης αποτελούσε και μια περίοδο ανάπαυλας, ιδιαίτερα για τους γεωργούς, απαραίτητης υστέρα από την εντατική εργασία της σποράς που προηγήθηκε.

Μπορούμε, γενικότερα, να παρατηρήσουμε ότι τα έθιμα του Δωδεκαημέρου παρουσιάζουν ανάμεικτο χαρακτήρα χριστιανικών εκδηλώσεων και παγανιστικών συνηθειών.
Στο βάθος υπάρχει η κοινή πεποίθηση ότι όλα τελούνται, την κρίσιμη αυτή εποχή των χειμερινών τροπών του Ηλίου, για την καλή χρονιά στην ευρύτερη έννοιά της, της πλούσιας καρποφορίας και της καλής υγείας.

Στο πνεύμα αυτό της ευετηρίας κινούνται και τα έθιμα στην περιοχή της Δράμας. Χαρακτηριστικές είναι οι περιγραφές που ακολουθούν.


Καλλιθέα:

«Από τα Χριστούγεννα μέχρι τις έξι Ιανοναρίου είναι το Δωδεκάμερο. Τότε βγαίνουν οι καλικαντζαραίοι. Ακούς και τραγουδούν και χτυπούν. Παρουσιάζονται στο δρόμο σαν φαντάσματα, διάφορες φάτσες ανθρώπων και μόλις αρχίζει να πλησιάζει να βγαίνει ο ήλιος χάνονται. Για να φύγουν ρίχνομε στάχτη γύρω από το σύνορο του σπιτιού απέξω την παραμονή των Θεοφανείων πριν βγει ο ήλιος. Είναι στάχτη από το τζάκι όλο το Δωδεκάμερο.
Αφήνομε όλο το Δωδεκάμερο στη φωτιά ξύλο από οπωρικά, αχλαδιά.

Στη Γέννηση, τ’ Αϊ-Βασίλη και τα Φώτα, όταν καθόμαστε να φάμε, παίρνομε απέ κείνη τη φωτιά και θυμιάζει ο αρχηγός της οικογένειας. Πρώτα στο σπίτι απάνω και λέγει τα Χριστούγεννα:
‘Να μας βοηθάει η γέννηση του Ιησού Χριστού’.
Τ’ αϊ-Βασίλη: ‘Να μας βοηθάει ο αϊ-Βασίλης. Καλή χρονιά, καλό μπερικέτι.
Και τα Φώτα: ‘Να μας βοηθάει η Βάφτιση’.

Το πρωί της Πρωτοχρονιάς πάνε τα παιδιά, πριν βγει ο ήλιος, παίρνουν βουβό νερό από τη βρύση, να μην τα ανταμώσει άλλος.

Και να σε ανταμώσει, να μη μιλήσεις.

Το νερό αυτό το χύνομε και πλενόμαστε.

Στις δύο του μηνός Ιανουαρίου πρωί-πρωί κάνομε το ποδαρικό. Από το πρωί και ύστερα αρχινούν τα παιδιά να γυρνούν τα σπίτια και χτυπούν τις πόρτες και φωνάζουν ‘κουκουρίκου ’. Όταν τους ανοίξουν μπαίνουν μέσα και τα φιλεύουνε.
Εύχονται καλή χρονιά.
Δίνει ο νοικοκύρης στα παιδιά άλας και μια πουρναριά.
Καίει την πουρναριά και ρίχνει το άλας και λέει:

‘Όπως σκάζει το άλας, να σκάζουν τα χαμπάρια (αμπάρια, αποθήκες)’.

Τα Θεοφάνεια, μετά το μεγάλο αγιασμό, παίρνομε πρώτα φρέσκο νερό για την οικογένεια, γιατί ώς τότε το νερό είναι αβάφτιστο
. Και μετά όλοι ποτίζομε τα ζώα μας στη δεξαμενή, που κάνομε τον αγιασμό. Ρίχνει ο παπάς το σταυρό, βουτούν πέντε-δέκα παιδιά μέσα, βρίσκουν το σταυρό και γυρίζουν όλα τα σπίτια και μαζεύουν χρήματα για την εκκλησία. Κείνο το βράδυ, παραμονή Φώτων, δεν τρώγομε λιγδά, ούτε λάδι, ούτε τίποτα και ο παπάς κάνει αγιασμό την παραμονή. Πάνω στο ψωμί βάζομε καρύδια, τα Φώτα».

Καλή Βρύση:

«Την παραμονή των Χριστουγέννων θυμιάζομε το τραπέζι και τρώμε. Ο νοικοκύρης θυμιάζει όλο το σπίτι και τα ζώα όλα. Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς πάλι θυμιάζομε και μετά, όταν φάμε και ύστερα, όλη η οικογένεια πιάνομε το τραπέζι, το σηκώνομε και το πάμε παρακείθε και λέμε: Έδώ ο Θεός, εδώ και το τραπέζι’, τρεις φορές. Όλη τη νύχτα έτσι είναι το τραπέζι με την πίτα, δεν το σηκώνομε για να ρθει ο άγιος Βασίλειος να φάει.

Μετά το τραπέζι, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, κάθε σπίτι έχει από ένα κλαρί ελιά και κόβει ο νοικοκύρης τόσα φύλλα, όσα άτομα είναι στο σπίτι και τα γλείφει και μετά θα τα βάλει στη φωτιά. Αν πηδάει, τότες θα είναι καλός το καλοκαίρι να δουλέψει. Για κάθε φύλλο το όνομα ενός σπιτικού.
Τα παιδιά, μετά τις δώδεκα τη νύχτα, σηκώνονται, παίρνουν από ένα κλαρί ελιάς και χτυπάνε τις πόρτες και λένε ‘Χρόνια πολλά’. Ο πρώτος που θα ρθει θα του δώσουμε νερό να ρίξει στις γωνίες της κάμαρης και θα πάρει και άλας στο χέρι του και θα πάει με τη σειρά στη φωτιά και θα ρίχνει και θα λέει:

‘Να δίδει ο Θεός στάρι, κριθάρι, καπνό, κατσικάκια και παιδάκια, υγεία και καλοσύνη, και τον χρόνου’.

Το βράδυ της παραμονής βάζομε ένα ποτήρι γεμάτο κρασί και όσα άτομα είναι τόσα κουλουράκια κάνομε μικρά, επίσης για τα ζώα και ένα για την εικόνα.
Βάζομε σε ένα από όλα ένα πενηντάλεπτο.

Τα κουλουράκια τα ρίχνομε στο ποτήρι και μετά θα πάρουν όλοι. Πρώτα ο αρχηγός, μετά οι άλλοι κατά ηλικία.
Όποιος βρει το πενηντάλεπτο, αυτός είναι ο τυχερός και το πρωί θα πάει να πάρει νερό αμίλητο πριν ρθουν τα παιδιά. Άμα το πάρει, θα ρθει στο σπίτι και θα πει ‘Καλημέρα’και θα χύσει νερό στις τέσσερις γωνίες στην κάμαρη και θα ρίξει και το άλας, όπως κάνουν τα παιδιά μετά.
Μετά θα καθίσει σταυρωτά στη φωτιά δίπλα και θα τον δώσουν να φάει. Θα τον δώσουν και μια δραχμή δώρο.

Μετά, τη δεύτερη μέρα, την επόμενη, δυο Ιανουαρίου, όποιος έρθει πρώτος στο σπίτι, αυτός παίρνει άλας που του δίνουνε, το ρίχνει στη φωτιά και λέγει:

‘Να δίνει ο Θεός στάρι, κριθάρι, υγεία, καλό μπερικέτι και του χρόνου’.
Αυτός κάνει το ποδαρικό».

Πετρούσα:

«Ζυμώνουν χριστόψωμο. Πάνω στο ολοστρόγγυλο ψωμί πλάθουν και τοποθετούν ένα κουλούρι και στη μέση του ένα μικρότερο. Το μεγάλο κουλούρι συμβολίζει τη σπηλιά που γεννήθηκε ο Χριστός και το μικρό τον ίδιο τον Χριστό.

Πριν αρχίσει το δείπνο αποκολλούν το μεγάλο κουλούρι και το κόβουν σε τόσα κομμάτια, όσα είναι και τα μέλη της οικογένειας που παραβρίσκονται.
Βουτάει καθένας το κομμάτι του σε κόκκινο κρασί πριν το φάει.
Πάνω στο τραπέζι υπάρχει ένα πιάτο που περιέχει μικρές ποσότητες απ’ όλες τις καλλιέργειες της οικογένειας (κριθάρι, στάρι, καπνό, καλαμπόκι κλπ.).

Ο παππούς ή ο πατέρας παίρνει το θυμιατό και κρατάει στο άλλο χέρι ένα αναμμένο κερί και ένα κλαδί ροδιάς που είναι δεμένα μεταξύ τους με μια κόκκινη κλωστή.

Σηκώνονται όλοι για την προσευχή και ο νοικοκύρης θυμιατίζει όλα τα δωμάτια του σπιτιού και όλους τους χώρους με τα ζώα και μετά αρχίζουν και τρώνε.

Τη δεύτερη μέρα του χρόνου τα παιδιά ξυπνάνε νωρίς το πρωί και πηγαίνουν σε συγγενικά σπίτια να ρίξουν αλάτι στο τζάκι ή στην ξυλόσομπα, λέγοντας ευχές ανάλογες με τις ανάγκες και τις ασχολίες τους.

Η πιο συνηθισμένη ευχή είναι:

’Όπως σκάει το αλάτι στη φωτιά , έτσι να σκάσουν και οι αποθήκες του σπιτιού από τη μεγάλη σοδειά’.

Την ίδια μέρα πηγαίνουν στις κεντρικές βρύσες στις γειτονιές του χωριού και ρίχνουν στις γούρνες τούς σπόρους που έχει το πιάτο από τις καλλιέργειες της οικογένειας, με την ευχή:

‘Όπως τρέχουν τα νερά, έτσι να τρέχουν και τα εισοδήματα στο σπίτι το νέο χρόνο’.

Τα Θεοφάνεια γίνεται τρίτη και τελευταία συγκέντρωση της οικογένειας την παραμονή. Ο αρχηγός και πάλι λιβανίζει όλους τους χώρους για να φύγουν οι καλικάντζαροι του σπιτιού».

Χωριστή:

«Από τα Χριστούγεννα παραμονή πιάνεται το Δωδεκάμερα.
Τότε βγαίνουν οι καρακουντζέλοι.
Λένε ότι είναι διάβολοι.
Την Πρωτοχρονιά πρωί-πρωί παίρνουμε βουβό νερό. Θα φέρεις και από την αυλή μέχρι το σπίτι θα χύνεις και θα νίψεις και τα παιδιά. Άμα πάρουν το βουβό νιρό, παίρνουν και τρεις πέτρες από τη βρύση, από το αυλάκι, και τις βάζεις στην κόχη, στο τζάκι, του σπιτιού από μέσα και την ημέρα που θα γυρίσει ο Σταυρός (τα Θεοφάνεια) τις παίρνεις και τις ρίχνεις έξω.

Άμα έρχεται κανένας να μας ποδαρίσει, τον δίδομε στάρι και το δίνει στα ορνίθια. Τον δίνεις και άλας, το ρίχνει στη φωτιά και λέει:

‘Όπως σκάει το άλας, έτσι να σκάνε και τα αβγά να βγαίνουν τα πουλιά. Καλό μπερικέτι ’.

Άμα θα περάσει ο Σταυρός (Θεοφάνεια) ρίχνομε στάχτη από τη γουνιά, από το τζάκι, στο σπίτι παντού, στα ντουβάρια απέξω για να φύγουν οι καρακουντζέλοι, οι διάβολοι, τα κακούδια».


Βώλακας:

«Την Πρωτοχρονιά το πρωί, πρώτη μέρα ως θα ξημερώσει, τα παιδιά παίρνουν από μια βέργα ελιά ή κρανιά ή πουρνάρι και πολλά μαζί γυρίζουν το χωριό όλο και χτυπούν τους ανθρώπους στην πλάτη και τους λένε χρόνια πολλά.

Τη δεύτερη μέρα την Πρωτοχρονιά σηκώνεται ένας από την οικογένεια νύχτα και πάει στη βρύση χωρίς να μιλήσει και φέρνει νερό.

Το λέμε αμίλητο νερό.

Με το νερό αυτό νίβεται όλη η οικογένεια σε μια λεκάνη και το νερό της λεκάνης όταν νιφτούν το ρίχνουν πίσω στα χαμπάρια, τις αποθήκες.

Είναι καλό, δεν κάνει να πατιέται. Χρονικό νερό είναι. Έτσι το έλεγαν, χαϊρίτικο νερό, είναι γούρικο.

Τη δεύτερη μέρα κάνομε και το ποδαρικό.
Το κάνει ο ξένος που θα έρθει πρώτος: ‘Χρόνια πολλά’.
Του δίδομε μια χούφτα άλας, το ρίχνει στη φωτιά και λέει:

‘Να σκάσουν οι εχθροί, όπως σκάζει το άλας’.

Και αυτός που φέρνει αμίλητο νερό ρίχνει άλας στη φωτιά.

Στις έξι Ιανουαρίου, την ημέρα των Θεοφανείων, γίνεται η δημοπρασία της εικόνας της Παναγίας και του Σταυρού.

Μετά τη ρίψη του Σταυρού στο σιντριβάνι, αρχίζει το έθιμο της ‘μπάρας’. Μια ομάδα δηλαδή, με γκάιντα και νταχαρέ, παίρνουν τους νιόνυμφους της περασμένης χρονιάς και τους περνούν μέσα από το νερό, όπου έγινε ο αγιασμός».

Πύργοι:

«Το πρωί της Πρωτοχρονιάς θα σηκωθούμε και πηγαίνουμε και γεμίζουμε νερό φρέσκο και πλενόμαστε όλοι.
Μετά πηγαίνουμε στην εκκλησία και όταν βγει η εκκλησία κάνομε χρόνια πολλά. Παλιά τα παιδιά έκοβαν κλαδάκια από κρανιά και σε όλους έκαναν χρόνια πολλά.

Την άλλη μέρα της Πρωτοχρονιάς παίρνομε αμίλητο νερό, παίρνομε και μια πέτρα, τα παίρνει ο νοικοκύρης.

Ύστερα έρχεται ένα παιδί της γειτονιάς, παίρνουν πράσινη παλιουριά και έρχεται στο σπίτι μέσα και ανάβει τη φωτιά και άλας κρατεί μαζί του και το ρίχνει στη φωτιά και μιλάει:

‘Όπως σκάζει το άλας, έτσι να σκάζει και το πορτοφόλι, να ’ναι καλό το ποδαρικό’.

Τα Θεοφάνεια ρίχνουν το Σταυρό και παρέες-παρέες οι νεότεροι βουτάνε στο νερό τους γεροντότερους.
Για να μη σε ρίξουν πρέπει κάτι να τάξεις. Σήμερα χρήματα, παλιά οι παππούδες μας δίνανε από τα πράγματα που'είχανε, κότες, κατσικάκια ή κομμάτια χοιρινό».

Η αστική μορφή του γιορτασμού της Πρωτοχρονιάς παλαιότερα στην πόλη της Δράμας, ο οποίος βασικά δεν διαφέρει από αυτόν στην ύπαιθρο χώρα, περιγράφεται στο Ημερολόγιο Ανατ. Μακεδονίας και Θράκης του 1931:

«Το βράδυ (παραμονή Πρωτοχρονιάς) στο δείπνο θέτουν στο τραπέζι τη Βασιλόπηττα, ανάβουν τρία κηρία (σύμβολο της Αγίας Τριάδος) και ο αρχηγός της οικογένειας κάνοντας το σταυρό του με μικρό θυμιατήρι, θυμιάζει τις εικόνες του σπιτιού, όλα τα δωμάτια, τα μέλη της οικογένειας και σταυρωτά το τραπέζι με τη Βασιλόπηττα.

Κατόπι κόβει τη Βασιλόπηττα με την ευχή ‘και του χρόνου’, σε τόσα κομμάτια, ανάλογα με τα μέλη της οικογένειας και για κείνα που τυχόν απουσιάζουν ορίζει από ένα για τον καθένα και από ένα κομμάτι για το σπίτι και για τις εικόνες που έχουν, για να βρεθεί το νόμισμα. Ο τυχερός που βρίσκει το νόμισμα ή το κρατεί για τυχερό ή με αυτό αγοράζει κηρί για την Εκκλησία. Ύστερα από το δείπνο δοκιμάζουν την τύχη τους με διάφορα παιγνίδια.

Την ημέρα του Αγίου Βασιλείου οι γονείς, αφού επιστρέφουν από την Εκκλησία, δίνουν στα παιδιά τους τα ‘άίβασιλιάτικα δώρα’.

Μετά την απόλυση της Εκκλησίας τα παιδιά μοιράζονται σε ομάδες και περιέρχονται έως το μεσημέρι τα σπίτια με δίσκο, στον οποίο τοποθετούν μία εικόνα του αγίου Βασιλείου στολισμένη με λουλούδια, κλωνάρια αειθαλούς δένδρου και με πορτοκάλλια και ψάλλουν τα κάλανδα με το γνωστό πανελλήνιο τραγούδι του αγίου Βασιλείου.

Οι οικοδεσπότες δίδουν δώρο κέρματα και “σούρβα” (καρποί και γλυκίσματα).

Το πρωί της επομένης ημέρας, 2 Ιανουαρίου, φίλος ή συγγενής (προπαντός παιδί), παραγγελλόμενος από την προηγούμενη ημέρα, έρχεται στο σπίτι και κάνει ποδαρικό (μπαίνει πρώτος) και μπαίνοντας ρίχνει μέσα μια πέτρα ή τρεις μικρές κι εύχεται υγεία και ευτυχία, νάναι οι σπιτικοί γέροι σαν την πέτρα.

Πλησιάζει τη φωτιά και η οικοδέσποινα τού δίδει τρίμματα άλατος, τα οποία ρίχνει στη φωτιά, λέγοντας:

“όπως σκίαζ’ του άλας, να σκιάζουν κι οι ουχτροί μας”.

Το ίδιο πρωί της 2 Ιανουαρίου, μέλος της οικογένειας, κατά προτίμησιν κορίτσι, μεταβαίνει στις πηγές του ποταμού της πόλεως (Αγία Βαρβάρα)
και παίρνει μαζί του τρεις μικρές πέτρες και νερό βουβό ή αμίλητο,
δηλαδή αναχωρεί από το σπίτι, πάει στις πηγές, παίρνει νερό και γυρίζει στο σπίτι χωρίς να μιλήσει σε κανένα.

Όταν γυρίσει στο σπίτι, ρίχνει εις την σάλα ή στα δωμάτια τα τρία λιθαράκια και λέγει:

“Όσο βαρειές είναι οι πέτρες, τόσο βαρειά να είν’ η σακκούλα του σπιτιού και να είμαστι γεροί σαν την πέτρα”.
Από το νερό αυτό νίβεται όλη η οικογένεια. Τις τρεις πέτρες τις κρατούν στην εστία ή στο πύραυνο τρεις μέρες απ’ το ποδαρικό. Φυλάττουν δε εις το τριήμερο αυτό τις πέτρες ή την πέτρα του πρωινού πρώτου επισκέπτου, αν αυτός έλθη στο σπίτι προτού πάη για το αμίλητο νερό το μέλος της οικογένειας.

Όλη δε την ημέρα της 2 Ιανουαρίου αργούν οι γυναίκες σπίτι, “για να πάη καλά η χρονιά”».


Το σημαντικότερο έθιμο του Δωδεκαημέρου στην περιοχή της Δράμας είναι οι μεταμφιέσεις που συνηθίζονται, με μορφή δρωμένων, τις ημέρες των Θεοφανείων, στο Μοναστηράκι, στον Βώλακα, στην Πετρούσα, στον Ξηροπόταμο, στους Πύργους και στην Καλή Βρύση.


Αράπηδες Μοναστηρακίου

Στο Μοναστηράκι οι μεταμφιέσεις γίνονται ανήμερα των Θεοφανείων.

Υπάρχουν ομάδες ανδρών, από τους οποίους άλλοι είναι ντυμένοι τσολιάδες, και άλλοι φορούν την τοπική γυναικεία φορεσιά, τα Κορίτσια ή Γκιλίγκες, όπως λέγονται. Οι κύριοι πρωταγωνιστές του δρωμένου, οι Αράπηδες (Καρναβάλια), έχουν τα πρόσωπα τους πασαλειμμένα με καρβουνόσκονη ή σκεπασμένα με μαύρο πανί, και είναι ντυμένοι με μακριές υφαντές κάπες και ψηλές κουκούλες στο κεφάλι από δέρμα κατσίκας, που σκεπάζουν και το πρόσωπο, με ανοιγμένες τρύπες για τα μάτια και για το στόμα.

Στη μέση τους έχουν κρεμασμένα κουδούνια και κρατούν με το ένα χέρι ξύλινη σπάθα και με το άλλο ένα σακουλάκι στάχτη.

Παλαιότερα μεταμφιεζότανε και σε αρκουδιάρηδες με τομάρια ζώων, που έσερναν άλλους μεταμφιεσμένους σε αρκούδες και έδιναν κωμικές παραστάσεις.


Ας σημειωθεί ότι οι Τσολιάδες είναι στοιχείο που προστέθηκε σχετικά πρόσφατα στη μακρόχρονη ιστορία του εθίμου, τονίζοντας την ελληνικότητα της περιοχής.

Αποτελούν έτσι συνδετικό κρίκο ανάμεσα στην παλαιότερη και τη νεότερη παράδοση.

Η ομάδα, η Τσέτα όπως λέγεται, έχει επίσης και δύο έμπιστα πρόσωπα, που αυτά δεν είναι μεταμφιεσμένα, τους λεγάμενους Τσεταμπάσηδες.
Δουλειά τους είναι, όταν το βραδάκι τελειώσει το δρώμενο, να συγκεντρώσουν τα χρήματα που μαζεύτηκαν στη διάρκεια του αγερμού, στις επισκέψεις δηλαδή που έκαναν στα σπίτια, να ελέγξουν και να πληρώσουν τα έξοδα, να δώσουν ένα μέρος από τα χρήματα στην εκκλησία και να διαθέσουν τα υπόλοιπα για ολονύκτιο γλέντι της Τσέτας.

Όλο το πρωί η Τσέτα γυρίζει στο χωριό, χορεύει μπροστά σε κάθε σπίτι και εύχεται καλή υγεία και πλούσια σοδειά. Ο χορός συνοδεύεται από λύρα και νταερέ (ντέφι).

Το απόγευμα συγκεντρώνονται στην πλατεία του χωριού και ακολουθεί τρανός χορός.