.. Ήταν ένα βράδυ του Σεπτέμβρη του 1981 όταν ανέβηκα στην Πεντέλη για βόλτα με το αμάξι έχοντας και μια φίλη μου μαζί. Ανηφόρισα δεξιά από την πλατεία της Ν.Πεντέλης και περίπου στα 4 χιλιόμετρα που υπήρχε ένα πλάτωμα με μία βρύση και ένα παγκάκι ,αν θυμάμαι καλά, σταμάτησα τ' αυτοκίνητο και άναψα ένα τσιγάρο συζητώντας με τη φίλη μου διάφορα. Κάποια στιγμή κατάλαβα ότι μιλούσα μόνον εγώ , η φίλη μου ήταν ακίνητη σαν υπνωτισμένη. Άρχισα να την ρωτώ τι έχει και μετά από πολλές ερωτήσεις στις οποίες δεν απαντούσε μου είπε με φωνή μακρόσυρτη : ότι κι αν με δεις να κάνω να μην φοβηθείς και κυρίως να μην με ακουμπήσεις. Την επόμενη στιγμή βγήκε απ' το αυτοκίνητο και προχώρησε ως το χείλος του γκρεμού. Εγώ τρομοκρατήθηκα και έτρεξα κοντά της φοβούμενος ότι θα πέσει. Ενώ τα πόδια της πατούσαν στο χώμα το σώμα της άρχισε να γέρνει προς τον γκρεμό και τότε άπλωσα τα χέρια μου μπροστά της ,χωρίς να την ακουμπήσω ακόμη, περιμένοντας αν την έβλεπα να πέφτει τότε να την αρπάξω, όμως, ξαφνικά σταμάτησε σαν κάτι να την στήριζε και κουνούσε το κεφάλι σαν να άκουγε κάποια συνομιλία και να συμφωνούσε ή ότι άλλο. Άρχισε λοιπόν να κινεί το σώμα της μία προς το γκρεμό και μία στην οριζόντια στάση. Αυτό έγινε τέσσερις φορές. Παράλληλα τη ρωτούσα τι βλέπει μέσα στο χάος γιατί εγώ δεν έβλεπα τίποτα. Κάποια στιγμή μου απάντησε : μα δεν τους βλέπεις σε χαιρετάνε. Τη ρώτησα ποιοι και μου απάντησε : ο πατέρας σου , η μητέρα σου και κάποιοι άλλοι που είναι μαζί τους. Της είπα πως δεν τους έβλεπα και μου απάντησε πως αυτό τους λύπησε. Την επόμενη στιγμή άρχισε να τρέμει , μου είπε κρυώνω πολύ πήγαινέ με στο αυτοκίνητο και αφού τη γύρισα πίσω άναψα τη μηχανή και έβαλα το καλοριφέρ στο φουλ. Άρχισα δε να τη ρωτώ αν θυμόταν τι είδε και πως ήξερε ότι ήταν οι γονείς μου αφού είχαν πεθάνει και αυτή δεν τους είχε γνωρίσει ποτέ. Μου απάντησε πως αυτοί της το είπαν και με παρακάλεσε να γυρίσουμε πίσω στην Αθήνα γιατί ήθελε να κοιμηθεί. Αυτοί , αγαπητοί μου ήταν η πρώτη μου εμπειρία από την Πεντέλη.