Είναι τέλη Ιανουαρίου του 1992. Μεγαλωμένος στη Λαμία, σπουδάζω τώρα στην Αθήνα από το 1987. Μεγάλωσα με τη Σούζη, ημίαιμη κόρτζυ σκυλίτσα, που πλέον είναι 11 ετών. Επιστρέφοντας από τις διακοπές των Χριστουγέννων στην Αθήνα, η Σούζη είναι μιά χαρά, πρόσχαρη και δεκτική όπως ήταν ανέκαθεν.
Αύριο το πρωί θα δώσω το πρώτο μάθημα της εξεταστικής. Σήμερα όμως ο εφιάλτης της νύχτας με κάνει να πάρω πρωί-πρωί τηλέφωνο (από περίπτερο) στο πατρικό μου: είναι σκοτάδι και προσπαθώ μπουσουλόντας να ανέβω ένα λόφο. Δεν είναι από χώμα. Είναι ένας λόφος από σκυλίσιες νεκροκεφαλές. Άσπρες και μικρές. Η μητέρα μου είναι απολύτως φυσιολογική στο τηλέφωνο και από ότι λέει, τα πάντα βαίνουν καλώς.

Η εξεταστική τελειώνει τέλη Φεβρουαρίου (Πολυτεχνείο). Επιστρέφω στη Λαμία, μεταξύ άλλων για να δω την κοπέλα μου. Ανοίγω την εξώπορτα του σπιτιού, κατεβαίνω τις σκάλες, ανοίγω τη πόρτα, κι ο πατέρας μου που εν τω μεταξύ με έχει αντιληφθεί, πέφτει στην αγκαλιά μου κλαίγοντας λέγοντάς μου οτι η Σούζη δεν υπάρχει πλέον.
Ευθανασία λόγω οξείας νεφρικής ανεπάρκειας από το πουθενά, τη μέρα που προηγήθηκε του εφιάλτη μου.

Δεν ήθελαν οι γονείς να με αποσπάσουν από τις εξετάσεις. Δική μου εντύπωση, ή μάλλον πεποίθηση, είναι πως το Σουζάκι απλώς θέλησε να με αποχαιρετήσει και μπήκε στο δικό μου ασυνείδητο όπως μπορούσε.