Μια μεγάλη φάλαινα σουλάτσαρε στον Ευβοϊκό αναστατώνοντας τη Χαλκίδα. Επί μέρες το κήτος περιφερόταν «αναδυόμενον ωσάν γιγαντιαίον κατάμαυρον υποβρύχιον… ενώ πανικόβλητοι οι ευρισκόμενοι εντός του λιμένος λεμβούχοι απιεβιβάζοντο εις την ξηράν».. Άντρες του λιμεναρχείου και λοχαγοί της Σχολής Πεζικού με τουφέκια και… μπαζούκας (!) κυνήγησαν επανειλημμένα το κήτος. «Αι εκπυρσοκροτήσεις των μπαζούκας και αι ριπαί των πολυβόλων έδιδον την εντύπωσιν κανονικής μάχης. Έκπληκτοι οι Χαλκιδείς παρηκολούθουν την πρωτότυπη αυτή ναυμαχία». (Ακρόπολις 9.12.1955).

Την επόμενη μέρα η Σχολή Πεζικού παραχώρησε στο λιμεναρχείο ένα μικρό κανόνι. Η φάλαινα όμως δεν έδινε πεντάρα τσακιστή. «Ήτο δε τόση η προκλητικότης του τέρατος ώστε την 7ην εσπερινήν ολίγον έξω από το λιμάνι επλησίασεν εις απόστασιν πέντε μόλις μέτρων ένα πετρελαιοκίνητον». (Ακρόπολις 10.12.1955). Και ο καλός δημοσιογράφος μας ενημερώνει. «Τα πάντα είνε έτοιμα ώστε η σημερινή ημέρα να αποβή μοιραία δια τον ογκώδη τρομοκράτην του Ευβοϊκού». Κι αυτό επειδή, εκτός από το κανονάκι, χορηγήθηκαν από τη Σχολή Πεζικού και άλλα μπαζούκας που τοποθετήθηκαν σε ορισμένα σημεία της ακτής. Επίσης θα χρησιμοποιούνταν μεγάλα αγκίστρια με ανάλογα δολώματα, δεμένα σε επιπλέοντα κενά βαρέλια. Όμως ο «ογκώδης τρομοκράτης του Ευβοϊκού» παρέμενε σώος και αβλαβής. Στις 20 Δεκεμβρίου καταδιωκτικό του λιμεναρχείου με έξι άντρες της Σχολής Πεζικού και του Λιμενικού καταδίωξε επί 2 ώρες το κήτος χωρίς να κατορθώσει να το πλήξει (Ακρόπολις 21.12.1955). Έτσι η ιστορία είχε αίσιο τέλος (για τη φάλαινα) η οποία κατάφερε να ρεζιλέψει λιμεναρχείο, ένοπλες δυνάμεις και γενικώς την έννομην τάξιν σύμπασα.

Οι Χαλκιδείς όμως ήταν χαρακτηριστικά γκαντέμηδες στις γενναίες θαλασσομαχίες τους με τις φάλαινες της περιοχής. Το καλοκαίρι του 1960, «αληθή αλλ’ ανεπιτυχή μάχην έδωσαν οι λιμενικοί Χαλκίδος εναντίον θαλασσίου κήτους». (Απογευματινή 25.7.1960). Οι κάτοικοι της πόλης πετάχτηκαν ξαφνιασμένοι στα άγρια χαράματα από τους πυροβολισμούς και τις εκρήξεις των βλημάτων μπαζούκας. Η φάλαινα όχι μόνο δεν τραυματίστηκε, αλλά πέρασε κοροϊδευτικά τον πορθμό του Ευρίπου και κατευθύνθηκε προς το Νότιο Ευβοϊκό.