"Η σχέσις του ζεϊμπέκικου με την αρχαιότητα έγκειται εις το ότι είναι ένας πολεμικός χορός προπαρασκευαστικός της ψυχής για την τόνωσιν του ηθικού εκ των έσω, ως ένα είδος προσευχής, προτού μπούνε στη μάχη ή προτού μπούνε στον αγώνα της ζωής, στις σημερινές ημέρες, στις ταβέρνες κλπ.

Διότι αυτός που σηκώνεται να χορέψει κάνει ένα είδος προσευχής, εκ του εαυτού του προς τον εαυτόν του, χωρίς να έχει ανάγκην επικροτήσεως ή επιδοκιμασίας από κανέναν. Απομονώνεται, σαν να λέμε, και προβάλλει τον εαυτόν του σε μια έξαρση, σε μια μετουσίωση, σε μια μεταρσίωση, εις τον μεταξύ χρόνου και διαστήματος χώρον.

Κουνάει τις ωμοπλάτες του σαν να είναι φτερούγες και αιωρείται. Κάποτε-κάποτε χτυπάει τα πόδια του για να βεβαιωθεί ότι δεν ονειρεύεται, ότι δεν είναι φάσμα (αν και ωθεί τον εαυτόν του να γίνει ένα φασματικόν υποκείμενον, ένα φασματικό ον) και πότε-πότε παίρνει τις ανάλιες (όπως έγραψε και ο Μυριβήλης στον Βασίλη τον Αρβανίτη, το βιβλίο του), δηλαδή γονατίζει και χτυπάει την γην με τα χέρια του ή την αγγίζει για να παίρνει τις ανάλιες, δηλαδή το άλας, την δύναμιν, από την μητέρα του την χθόνα γην, για να συνεχίσει αυτήν την δοκιμασίαν, εις την οποίαν εκουσίως προσέρχεται προς χαλάρωσιν.

΄Ετσι, στο τέλος πηγαίνει και κάθεται στο κάθισμά του, έχοντας πλέον απαλλαγεί από τις κοινωνικές καταθλίψεις από τις οποίες κατατρύχεται. Αυτός ο χορός είναι ένας κινησιολογικός υπερβατικός διαλογισμός, με λίγα λόγια μια προσευχή.

Τώρα ας έρθω και εις την λέξιν ζεϊμπέκος. Η λέξις μπέκος ή βέκκος αναφέρεται εις το λεξικόν του Βυζαντίου ως λέξις φρυγική και σημαίνει το ψωμί, τον άρτον. Την βρίσκουμε εις τα αρβανίτικα μπουκ, στη δική μας μπουκιά, στο αγγλικό baker και στο γερμανικό baken, που όλα έχουν να κάνουν με τους μυλωθρούς και με το ψωμί. Το ζεϊ είναι μια άλλη μορφή με διαλυτικά της λέξεως Ζεύς, που σημαίνει το Πνεύμα. Αυτό μας δείχνει ότι είναι ένας συνδυασμός του πνεύματος και του σώματος, μια μετάληψις, όπως την εννοεί και η εκκλησία μας. Το πνεύμα και η ύλη μαζί. Ο άνθρωπος είναι πνεύμα και ύλη μαζί."


Θάνος Βελούδιος, συνεργάτης τού Άγγελου Σικελιανού στις Δελφικές Γιορτές του 1927 και 1930.