«....τα μάτια της πέτρας είναι χίλιες φορές καλύτερα από τα δικά σου ή τα δικά μου. Μπορείς να αντλήσεις γνώσεις από τις περισσότερες πέτρες. Αρκετές από αυτές έρχονται από άλλους κόσμους. Όπως οι μετεωρίτες για παράδειγμα. Μέσα σ’ αυτούς μπορείς να δεις τα παιδιά των αστεριών. Πολλοί από τους μετεωρίτες αυτούς έχουν χαθεί και θέλουν να γυρίσουν στην πατρίδα τους. Αν τους παρηγορήσεις θα σου αποκαλύψουν κόσμους όπου λίγοι τολμούν να πάνε....... Αν διέθετες τα μάτια που έχουν οι πέτρες, θα μπορούσες να εξερευνήσεις το σύμπαν, το μέλλον, όπως και το παρελθόν» (Λιν Άντριους, Η πτήση του Έβδομου φεγγαριού).

Ελληνική απόδοση της Σημιτικής λέξης Beht, που σημαίνει «οίκος του θεού». Είναι η ονομασία ιερών έμψυχων λίθων, κατά κανόνα μετεωριτών, για τους οποίους πίστευαν ότι είχαν θεϊκή προέλευση. Από μαρτυρίες γνωρίζουμε ότι τους έχριαν καθημερινά με λάδι, τους πρόσφεραν στεφάνια, ή τους τύλιγαν με διακοσμητικές ταινίες και τούφες από ανεπεξέργαστο μαλλί. Οι βαίτυλοι χρησιμοποιούνταν σε μαγικές πράξεις και πίστευαν ότι είχαν αποτρεπτικές ιδιότητες.

Οι βαίτυλοι δεν λατρεύτηκαν ποτέ σαν πέτρες, αλλά μόνο στο μέτρο που εκδήλωναν την θεϊκή παρουσία. Αντιπροσώπευαν την κατοικία του θεού, ήταν το σύμβολό του, το έμβλημα, ο αποδέκτης της δύναμής του, ή ο ακλόνητος μάρτυρας μιας θρησκευτικής πράξης που συντελέστηκε στο όνομά του.

Η λατρεία τους πέρασε πιθανόν, στην Ελλάδα από την Κρήτη, η οποία πρώτη δέχτηκε τις φοινικικές επιδράσεις. Στην Κρήτη λατρευόταν ο λίθος που είχε
δώσει η Ρέα αντί του Δία στον Κρόνο. Η σημιτική ονομασία της λέξης βαίτυλος ξεχάστηκε και οι Έλληνες εξήγησαν την ονομασία της πέτρας από την βαίτη, την ονομασία δηλ. του δέρματος με το οποίο είχε τυλίξει η Ρέα τον λίθο.

Στους Δελφούς υπήρχε ιερός αδούλευτος λίθος κοντά στον ναό του Απόλλωνα, τον οποίο περιγράφει ο Παυσανίας.

Οι λίθοι αυτοί δεν αφήνονταν πάντοτε στην αρχική τους όψη, άμορφοι και ακατέργαστοι. Πολλές φορές τους έδιναν σχήμα συνήθως κυβικό ή κωνικό.

Στα Αρχαϊκά βλέπουμε τον Παυσανία να ομολογεί ότι στην αρχή του έργου του είχε θεωρήσει τους Έλληνες ως εξαιρετικά ηλίθιους «γιατί ελάτρευαν τις πέτρες», αλλά όταν έφτασε στην Αρκαδία προσθέτει : «Άλλαξα γνώμη».

Ο Απολλώνιος ο Ρόδιος αναφέρει τις ταλαντευόμενες πέτρες και λέει ότι είναι : πέτρες τοποθετημένες στις κορυφές των τύμβων (ΤIMULI) και είναι τόσο ευαίσθητες, ώστε μπορούν να τεθούν σε κίνηση με το νοητικό, και ο Πλίνιος αναφέρει πέτρες που έφευγαν όταν απλωνότανε προς αυτές ένα χέρι.

Έχουμε λοιπόν απειρία πετρών τις οποίες ολόκληρη η αρχαιότητα έλεγε ότι ήταν «ζωντανές», μιλούσαν και ήταν «αυτοκίνητες».

Από τα παραπάνω καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι τα πνεύματα ή οι οντότητες ορισμένων αόρατων όντων -είτε φαντάσματα πρώην ζωντανών ανθρώπων, ή άγγελοι, ή στοιχειά- έχουν ένα φυσικό, αν και αιθερικό και αόρατο σε μας σώμα. Έχουν και την δύναμη να διεισδύουν τόσο ανάμεσα στα άτομα κάποιου αντικειμένου, είτε αυτό είναι άγαλμα (είδωλο), ή εικόνα, ή φυλαχτό, ώστε να μεταδίδουν σ’ αυτό την δύναμη και την ενέργειά τους, ακόμα και να το εμψυχώνουν. Και είναι στην δύναμη ενός Μύστη, ενός Γιόγκι ή ενός Μυημένου να στεριώνει τέτοιες οντότητες σ’ ορισμένα αντικείμενα με Λευκή ή Μαύρη Μαγεία.

Απόσπασμα από άρθρο του esoterica.gr