Και αυτό το θαύμα έγινε στον Ιερό Ναό των Αγίων στη Ζάκυνθο το έτος 1801. Ήταν 3 η Μαΐου, ημέρα της ετήσιας μνήμης των Αγίων και ο ναός και ο γύρω χώρος ήταν κατάμεστος από πιστούς, που ήλθαν για την πανήγυρι. Οι ιερείς ντυμμένοι με τα ιερά τους άμφια είχαν τελειώσει τον Όρθρο και ήταν έτοιμοι μετά την Δοξολογία να τελέσουν την λιτάνευση της εικόνος των δύο Αγίων Μαρτύρων.

Εντός του ιερού ναού όμως υπήρχε φυλαγμένη, μέσα σε κιβώτιο μεγάλη ποσότητα πυρίτιδος. Άλλοι λένε για πυροτεχνήματα χάρη του πανηγυρισμού, μάλλον αβάσιμη έκδοση διότι τα πυροτεχνήματα θα έπρεπε να ήταν έτοιμα την ημέρα της γιορτής, ενώ άλλοι πιστεύουν ότι επρόκειτο να αποσταλεί στην σκλαβωμένη πατρίδα (τα επτάνησα τότε εβρίσκοντο υπό την κυριαρχία των Γάλλων) και αυτό είναι το πιθανότερο. Άγνωστο λοιπόν με ποιο τρόπο το κιβώτιο πήρε φωτιά. Η ποσότητα πυρίτιδος ήταν τόσο μεγάλη, ώστε θα μπορούσε να τινάξει στον αέρα όχι μόνο τον ναό αλλά ολόκληρο φρούριο.

-Κύριε ελέησον

-Χριστέ μας, Παναγία μας.

-Άγιοι Σώστε μας.

Κλήρος και λαός φώναξαν αμέσως τρομαγμένοι με τις ξαφνικές φλόγες που ξεπετάχθηκαν στο ναό και κανείς δε μπορούσε να κάνει ένα βήμα από το μεγάλο συνωστισμό. Αμέσως ακούστηκε μια φοβερή βροντή σα δέσμη κεραυνών και μια λάμψη που κάλυψε τα πάντα. Η γη σείσθηκε σαν να έγινε σεισμός μεγάλος. Αλλά κανείς δεν έπαθε το παραμικρό. Οι τεράστιες φλόγες της φωτιάς και η μεγάλη πίεση, μαζί με τα κομμάτια του κιβωτίου έφευγαν προς τα παράθυρα και τινάζονταν στον ανοιχτό ορίζοντα, σαν να υπάκουαν τυφλά σε κάποια αόρατη δύναμη. Οι Άγιοι έκαναν και πάλι το θαύμα τους. Διότι η έκρηξη ήταν τόσο δυνατή, που θα μπορούσε  και το ναό να γκρεμίσει και όλο το εκκλησίασμα να σκοτώσει.

Όταν πέρασαν λίγα λεπτά και όλοι είδαν ολοφάνερο το θαύμα, άρχισαν με δάκρυα στα μάτια να ψάλλουν και να ευχαριστούν το Θεό και τους Αγίους:

-Μέγας ει κύριε, και θαυμαστά τα έργα σου!

-Οι μάρτυρές σου Κύριε…

-Θαυμαστός ο Θεός εν τοις Αγίοις αυτού...

ύστερα έψαλλαν όλοι μαζί, με έ
να στόμα το «Κοντάκιον» των Αγίων Τιμοθέου και Μαύρας (Ήχος Δ΄, Προσόμοιον «Επεφάνης σήμερον»).

«Γηθοσύνως σήμερον, η Εκκλησία,

Ευφημεί γεραίρουσα,

τους αθλοφόρους του Χριστού,

Μαύραν Μαρτύρων το έρεισμα,

και αριστέα,

Τιμόθεον ένδοξον».