Θα σας πω λοιπόν την ιστορία της μητέρας μου όπως την έζησε και τη διηγήθηκε σε μας.
Είμαι 24 ετών, και πριν 20 περίπου χρόνια πέθανε ο παππούς μου, ο πατέρας του μπαμπά μου. Η κηδεία έγινε στο χωριό και επειδή εγώ και τα αδέλφια μου ήμασταν μικρά τότε, είχαμε μείνει στο Ηράκλειο σε μια θεία μου. Στην Κρήτη, απ'οπου κατάγομαι, συνηθίζεται να 'κλαίνε' τον νεκρό στο σπίτι του όλη νύχτα, συγγενείς και φίλοι, και την επόμενη να γίνεται η κηδεία. Τότε λοιπόν, ήταν η μητέρα μου εκεί,αλλά επειδή ήταν ανέκαθεν υπερπροστατευτική, ανησυχούσε για μας..Αν φάγαμε, αν διαβάσαμε, αν κοιμηθήκαμε και όλα αυτά τα κλασσικά. Της ήρθε λοιπόν η φαεινή ιδέα να φύγει τη νύχτα απ'το χωριό και να πεταχτεί στο Ηράκλειο να δει αν ήμασταν καλά και έπειτα να ξαναγύριζε εκεί στο ξενύχτι. Όλοι της έλεγαν οτι δεν είναι σωστό.. "Και που να τρέχεις τώρα τόσο δρόμο, και πώς θα περάσεις μόνη σου τις ερημιές, και μη φύγεις τώρα απ'το λείψανο γι αυτό το λόγο" κτλ κτλ.. Η μητέρα μου όμως ξεροκέφαλη, δανείζεται το αυτοκίνητο του θείου μου και ξεκινάει κατά τις 11 για το Ηράκλειο. Προσφέρθηκαν βέβαια ο πατέρας μου και ο θείος μου να τη συνοδεύσουν αλλά δεν ήθελε, ήταν αρκετά κουλ.. Πού να 'ξερε!!!
Ση διαδρομή αυτή, υπάρχει μια ατέλειωτη ευθεία, ακόμα και τώρα. Δεν είναι κάτι ιδιαίτερα τρομακτικό, απλά είναι μια πολύ μεγάλη ανηφορική ευθεία, πλατύς ο δρόμος και αριστερά δεξιά του δρόμου είναι κάτι πανύψηλα κυπαρίσσια. Φυσικά δεν υπάρχει φωτισμός πουθενά, ούτε έχει συχνή κίνηση.
Ξεκινάει λοιπόν η Ρίτσα, κατά βάθος επηρεασμένη απο αυτά που της έλεγαν και οδηγώντας σκεφτόταν αν κάνει καλά που κάνει αυτή τη διαδρομή μέσα στη νύχτα, και φυσικά σκεφτόταν και την επιστροφή πάλι εκεί.. Όταν λοιπόν φτάνει στην ευθεία που περιέγραψα παραπάνω, βλέπει στη μέση του δρόμου μια γριά να στέκεται ακίνητη.. Εννοείται οτι τρελλάθηκε απ'το φόβο της και φυσικά δε σκέφτηκε καν να σταματήσει, οπότε κάνει μια στραβοτιμονιά να τη προσπεράσει και συνεχίζει στην πορεία της. Κοιτάζει απ'τον καθρέφτη πίσω να δει αν η γριά ηταν ακόμη εκεί, και τι να δει;;;;
Η γριά στο πίσω κάθισμα!!! Όντας ψύχραιμη, συνέχισε να οδηγάει χωρίς να ξανακοιτάξει πίσω, έκανε μια στάση στο επόμενο χωριό, ζήτησε λίγο νερό απο το καφενείο και της πέρασε ο φόβος.

Είναι κατανοητό φυσικά, οτι όλο αυτό ήταν παιχνίδι του μυαλού της. Απ'τη ψυχολογική της φόρτιση και επηρεασμένη απ'όσα άκουσε το είδε όλο αυτό, δε θα ισχυριστώ κάτι διαφορετικό αλλά όποτε το λέω μου σηκώνεται η τρίχα!