Πριν από περίπου 40 χρόνια, μια οικογένεια ξεκίνησε νωρίς το πρωί από το χωριό Τυρός προς τα βόρεια, με σκοπό να φτάσουν στο χωράφι που είχαν κάπου 9 – 10 χιλιόμετρα μακριά, για να ασχοληθούν με τις συνηθισμένες αγροτικές εργασίες. Πράγματι οι δουλειές τους απασχόλησαν ολόκληρη τη μέρα μέχρι που άρχισε να νυχτώνει. Ο καιρός ήταν καλός, ήταν καλοκαίρι άλλωστε και για αυτό το λόγο αποφάσισαν να διανυκτερεύσουν εκεί, στην εξοχή, ώστε να συνεχίσουν το επόμενο πρωί και να ολοκληρώσουν την εργασία τους. Ήταν κάτι πολύ συνηθισμένο, δεδομένου ότι η μετακίνηση γινόταν με γαϊδούρια και διαρκούσε κάπου τρεις ώρες για να πάει κανείς στο χωριό και άλλες τόσες για να επιστρέψει στο συγκεκριμένο χωράφι. Άλλωστε έβλεπες και άλλους ανθρώπους να κοιμούνται σε περισσότερο απομακρυσμένα χωράφια, οπότε οι ήρωές μας έστρωσαν πρόχειρα κάτω από τα δέντρα και κοιμήθηκαν. Ανάμεσά τους ήταν και ένα μικρό κορίτσι, περίπου 10 χρονών τότε που σε κάποια φάση τη νύχτα ξύπνησε εξαιτίας θορύβου. Ανοίγοντας τα μάτια της, μιας και νόμιζε ότι κάποιοι άλλοι χωρικοί περνούσαν για να επιστρέψουν στο χωριό, είδε ένα μεγάλο καραβάνι από τσιγγάνους να φτάνει από το βάθος του χωραφιού. Άντρες, γυναίκες και μικρά παιδιά περνούσαν και έκαναν πολύ θόρυβο, σέρνοντας ζώα και άμαξες, άλλοι τραγουδούσαν, άλλοι χόρευαν, μερικοί μάλωναν και μιλούσαν δυνατά. Το μικρό κορίτσι έκανε να σηκωθεί διότι δεν είχε αντιληφθεί το μεταφυσικό του πράγματος, όμως η ηλικιωμένη γυναίκα που ξάπλωνε δίπλα του της έκλεισε το στόμα με το χέρι και την εμπόδισε να σηκωθεί. Λίγο αργότερα το καραβάνι πέρασε από δίπλα τους και συνέχισε την πορεία του μέσα από τη θάλασσα, όπου και σταδιακά εξαφανίστηκε.