Χθες βράδυ, παίρνω το τραίνο για Θησείο. Μπαίνω σε βαγόνι άδειο. Κάθομαι. Στην επόμενη στάση μπαίνει μια υπέργηρη, με λερωμένα μπαλωμένα ρούχα, σαν άστεγη. Απ'όλες τις άδειες θέσεις, ήρθε κι έκατσε απέναντί μου ακριβώς. Με κοίταζε διαπεραστικά και έντονα. Κοίταζα έξω απ'το παράθυρο, αλλά την έβλεπα απ'την αντανάκλαση στο τζάμι. Κάποια στιγμή γυρνάω και την κοιτάω κατάματα σε μια ασυνείδητη προσπάθεια να "αντικρούσω" αυτό το διαπεραστικό βλέμμα της που μ'ενοχλούσε. Μ'ένα ξεδοντιασμένο χαμόγελο μου λέει "έχεις πολύ ωραία μάτια κοπελιά" Ψέλισα ένα ευχαριστώ και αμέσως συνέχισε "πρόσεχε το δεξί σου μάτι όμως..." Δεν κατάλαβα τι εννοούσε, δεν μ'ενδιέφερε. Ανυπομονούσα να φτάσω στον προορισμό μου κι είχα το μυαλό μου αλλού. Το μόνο που αισθανόμουν ήταν πως η γερόντισσα με έκανε να νιώθω άβολα. Σήμερα το πρωί σηκώθηκα άνευ αιτίας και αφορμής, με ένα μεγάλο αιμάτωμα στο ασπράδι του δεξιού μου ματιού....