Γύρω στα 1938 η οικογένεια Νάκη βρισκόταν στο μαγειριό κοντά στα μεσάνυχτα και ετοιμάζονταν να βάλουν το τυρί στις τσαντίλες όταν άκουσαν ένα βρόντο από την άκρη του μαχαλά. Οι τσίγκοι από τα σπίτια αντηχούσαν από το βρόντο. Ο παππούς τους είπε ότι ήταν «ίσκιωμα ή κακιά ώρα». Αέρας δεν φυσούσε. Ο «ίσκιος» τσίριξε ώσπου πέρασε από πάνω τους και χάθηκε.