Σε χωριό της Σάμου μια γυναίκα γέννησε ένα παιδί το οποίο μετά από τέσσερις μέρες πέθανε. Με βάση τα κριτήρια βρεφικής θνησιμότητας της εποχής αυτό δεν ήταν κάτι το αξιοπερίεργο. Από τότε όμως η «ευτραφής και ροδόχρους» μητέρα του άρχισε να αδυνατίζει και να χλομιάζει. Διαδόθηκε ότι το παιδί της είχε μεταμορφωθεί σε τελώνιο και τις νύχτες την θήλαζε ακόρεστα. Πολλές φορές εύρισκαν το πρωί σιδερένια σκεύη αναποδογυρισμένα ή πήλινα δοχεία σπασμένα. Έτσι αποφασίσθηκε να ληφθούν δραστικά μέτρα. Ο πατέρας του παιδιού μαζί με άλλους πήγαν στο τάφο του μωρού και αφού τον άνοιξαν βρήκαν το παιδί ανεστραμμένο και τόσο παχύ που τα ρούχα του είχαν σκιστεί. Αφού έβγαλαν το παιδί από το τάφο, του αφαίρεσαν τη καρδιά και τα πνευμόνια και έχυσαν καυτό ξύδι και λάδι στις πληγές. Ύστερα απ’ αυτό οι γείτονες απαλλάχτηκαν από τις νυχτερινές επισκέψεις και η μητέρα ξαναβρήκε την υγεία της