Το καλοκαίρι του 1951, ο Τάσος Κουκουζέλης ασχολιόταν με το θερισμό των χωραφιών του, όταν είχε μια περίεργη εμπειρία. Ας δούμε όμως πως διηγείται ο ίδιος την ιστορία: «Εκείνη τη μέρα είχα πει στη μητέρα μου να μου στείλει με το μικρό μου αδερφό φαγητό και νερό γιατί θα έμενα στο χωράφι το βράδυ για να σηκωθώ πρωί πρωί ν’ αποτελειώσω το θέρισμα. Κατά το απομεσήμερο ήρθε πράγματι ο αδερφός μου μαζί μ’ ένα μικρό σκυλάκι που είχαμε, τη Λέλα, άφησε το φαγητό και έφυγε. Λίγο πριν πέσει η νύχτα μάζεψα μερικά δεμάτια βρώμη, τα έκανα σωρό και έστρωσα πάνω σε μια κουρελού και αφού έφαγα, ξάπλωσα ψόφιος από τη κούραση, Με πήρε αμέσως ο ύπνος. Δεν ξέρω τι ώρα ήταν ακριβώς όταν ξύπνησα από τα γαβγίσματα της Λέλας που φανέρωναν ότι ήταν ανήσυχη. Το σκυλάκι βλέποντας ότι είχα ξυπνήσει, πήρε θάρρος, προχώρησε λίγο προς τα μπρος και κοντοστάθηκε συνεχίζοντας να γαβγίζει. Εγώ δεν έβλεπα τίποτα. Φώναξα το σκυλί και κι εκείνο ήρθε και ανέβηκε φοβισμένο στα δεμάτια. Το χάιδεψα λέγοντας του να σταματήσει αλλά εκείνο συνέχισε να γαβγίζει. Κοίταξα προς το μέρος που απευθυνόταν το γάβγισμα αλλά δεν έβλεπα τίποτα. Άρχισα να φοβάμαι και μάλιστα πήρα ένα κλαδευτήρι που είχα μαζί μου για να αμυνθώ σε περίπτωση που θα δεχόμουν κάποια επίθεση. Ξαφνικά άκουσα έναν θόρυβο σαν βήματα που πλησίαζαν. Σηκώθηκα να δω και ο θόρυβος σταμάτησε. Τότε είδα σε απόσταση 100μ. μια λάμψη από κίτρινο-πορτοκαλί φως που στη κυριολεξία με τύφλωσε. Ζαλίστηκα και έχασα για λίγο την αίσθηση του τόπου και χρόνου. Όταν συνήλθα δεν υπήρχε τίποτα ενώ το κεφάλι μου πονούσε τρομερά και το σκυλάκι ήταν κουλουριασμένο στα πόδια μου σα νεκρό. Το χάιδεψα και είδα ότι ζούσε. Σε λίγο άρχισε να ξημερώνει. Κατέβηκα από το σωρό αλλά το σκυλάκι δεν κατέβαινε με κανένα τρόπο. ¨Όταν ο ήλιος βγήκε για τα καλά πήγα σ’ εκείνο το σημείο που υπολόγισα ότι στεκόταν η λάμψη και τότε είδα ένα μεγάλο κύκλο όπου οι καλαμιές ήταν καμένες. Πίστεψα ότι πράγματι τη νύχτα εκείνη χόρευαν νεράιδες και ήμουν τυχερός που δεν κάηκε όλο το χωράφι. Στο σημείο εκείνο του καμένου κύκλου δεν φύτρωνε για πολλά χρόνια τίποτε ενώ τριγύρω απ’ αυτόν το σιτάρι ή οτιδήποτε άλλο σπέρναμε γινόταν θεόρατο. Στο σημείο εκείνο δώσαμε το όνομα Νεραιδόστρατο που υπήρχε μέχρι τον καιρό που έγινε αναδασμός και ανοίχτηκε ένα αρδευτικό αυλάκι»