Όταν ήμουν περίπου 8 με 9 ετών παίζαμε κρυφτώ (Κλασικό παιχνίδι) εγώ με άλλους 3 φίλους μου στα νεκροταφεία του χορίου. Είχε πολύ ησυχία και ακουγόταν τα τζαμάκια από τους τάφους. Κάποια στιγμή με έπιασε ένα ρίγος στο δεξί μου χέρι. Γυρνάω προς την μεριά του χεριού μου που έτρεμε και βλέπω ένα ανθρωποειδείς με κόκκινα μάτια και στα χεριά του ένα φτυάρι να με κοιτάει μέσα στα μάτια. Από τον φόβο μου σηκώθηκα και άρχισα να τρέχω και φώναξα τούς άλλους 3 να τρέξουν και αυτοί. Πηγαίνοντας τρέχοντας τρέχοντας στο σπίτι ενός από τους άλλους 3 συνειδητοποιούμε ότι αυτό μας ακολουθεί. Όταν φτάσαμε στο σπίτι του παιδιού οι υπόλοιποι 3 αποφασίσαμε μέσα στην ταραχή μας να πάμε στο δικό μου το σπίτι γιατί είναι ποιο κοντά. Βγήκαμε λιπών από το σπίτι και κατευθυνόμαστε προς το δικό μου σπίτι τρέχοντας και αυτό ακόμα μας ακολουθούσε. Όταν μπήκαμε στο σπίτι μου (το σπίτι μου έχει περίπου 150 μετρά αυλή) κατάλαβα ότι δεν είναι κανείς εκεί. Ο παππούς μου ήταν στο καφενείο η γιαγιά μου ήταν στην θεία μου. Είπα έναν από τους 2 φίλους μου να πάρει τον μπαμπά του να έρθει να τους πάρει. Στο σπίτι είχαμε το τηλέφωνο με την ροδέλα. Η γιαγιά μου έβαλε κουδουνάκι όταν η ροδέλα γυρνάει να χτυπάει γιατί περνάμε πολλά τηλεφωνά(για να καταλαβαίνει ότι περνούμε). Όταν ακούστηκε το κουδουνάκι αυτός άνοιξε την πόρτα και ερχόταν κατά εμάς σιγά σιγά. Όταν έφτασαν ο μπαμπάς του παιδιού μπροστά στην πόρτα του σπιτιού αυτό είχε απόσταση από την πόρτα 10 μετρά. Εκείνη την στιγμή γύρισα και είπα στα παιδιά “Παιδιά ήρθαν να σας πάρουν”. Όταν γύρισα για να δω που ήταν αυτό είχε ηδύ εξαφανιστεί. Πότε δεν έμαθα τι ήταν αυτό ούτε από που ήρθε άλλα το μόνο που ξέρω είναι ότι πότε ξανά δεν έπαιξα κρυφτό σε νεκροταφεία και ότι αυτό δεν ήρθε για κάλο σκοπό...