Το φαινόμενο χρονολογείται από τα μέσα του 19ου αιώνα. Εμφανίζεται στον ερημικό λόφο του προφήτη Ηλία, στις πρόποδες του Σωτήρα, βουνοκορφής του Ταύγετου, δύο χιλιόμετρα δυτικότερα του χωριού Πλάτσα. Ξεπροβάλλει γύρω στα μεσάνυχτα από την κορυφή του λόφου και ακριβώς στην είσοδο της εκεί εκκλησίας. Αφού το φως μένει ακίνητο για λίγα δευτερόλεπτα στην είσοδο της εκκλησίας, κατευθύνεται προς τα νοτιοδυτικά και αρχίζει να διαγράφει ημικύκλιο ακτίνας 500 μέτρων, αλλάζοντας πορεία και κατευθυνόμενο προς ανατολάς. Το φως εξαφανίζεται ξαφνικά σ’ ένα ορισμένο σημείο για να εμφανιστεί και πάλι στο σημείο της αφετηρίας. Αυτό μπορεί να επαναληφθεί πολλές φορές μέσα σε μια νύχτα. Έχει ένταση ίση με το φως ενός φακού και κοκκινωπό χρώμα. Είναι ορατό από τα χωριά Σελινίτσα (Αγ. Νικόλαος), Ρίγκλια, και τους συνοικισμούς, Κοτρώνι, Αγ. Δημήτριος και Μάλσοβα. Το χειμώνα και ιδιαίτερα σε περίοδο καταιγίδας η φωτεινότητα αυξάνεται. Το φως του Ταύγετου δεν φαίνεται ν’ ακολουθεί ομαλή και ευθύγραμμη πορεία αλλά διαγράφει τεθλασμένη γραμμή και προχωρά «πηδηχτά» όπως λένε οι ντόπιοι. Κινείται σε δύσβατες περιοχές όπου οι θάμνοι ξεπερνούν τα δύο μέτρα σε ύψος. Οι κάτοικοι το ονομάζουν το φαναράκι του Αη Λια «και το έχουν τόσο πολύ συνηθίσει που παλιότερα το χρησιμοποιούσαν για να υπολογίζουν πότε έφτασαν τα μεσάνυχτα»! Επανειλημμένα έχουν αναφερθεί εμφανίσεις ενός «γενειοφόρου γέροντα» στην περιοχή στην είσοδο ακριβώς της εκκλησίας να στηρίζεται στο μπαστούνι του και να κοιτάζει προς αυτή την κατεύθυνση. Δίπλα στην εκκλησία υπάρχουν ερείπια παλιού οικισμού που συνεχίζονται μερικές εκατοντάδες μέτρα ανατολικά. Υπάρχει παράδοση πως στο σημείο αυτό υπήρχε «πολιτεία» που η ιστορία της χάνεται στα βάθη των αιώνων. Ένα άλλο χαρακτηριστικό του φωτός είναι ότι εξαφανίζεται όταν προσπαθούν να το πλησιάσουν : σβήνει ακαριαία, ή σβήνει και εμφανίζεται σε άλλο σημείο. Ορισμένοι αυτόπτες μάρτυρες εξακολουθούν να το βλέπουν από μια ορισμένη απόσταση ενώ για εκείνους που βρίσκονται κοντά έχει σβήσει.