Η Όλυνθος! Σήμερα, βέβαια, η άλλοτε όμορφη πολίχνη κείτεται σʼ ερείπια, όπως τα τραγούδησε και ο Σαββόπουλος – αλλά το επί εδάφους σχέδιο φαίνεται καθαρά. Για να είμαστε ακριβείς, η Όλυνθος είχε τρεις περιοχές: Η “ιπποδάμειος” γειτονιά (βορειοδυτικά) είχε κυρίως κατοικίες. Η (νότια) συνοικία των δημοσίων κτιρίων (ναοί κτλ) ήταν “χύμα”. Και η συνοικία των πλουσίων (ανατολικά) ήταν χτισμένη σε κατηφορική πλαγιά, με -αναγκαστική- αμφιθεατρική θέα (στα χωράφια, προφανώς). Μέσα στα τραγουδισμένα ερείπια βρέθηκα πριν μερικά χρόνια, φωτογραφίζοντας όσα μου άρεσαν (Ντίνα, θα σου αφιερώσω αρθράκι περί φωτογραφίας άλλη φορά, όπου θα γράψω και για τον εξοπλισμό μου), όπως το σωζόμενο ψηφιδωτό δάπεδο ενός σπιτιού, όπου προφανώς έμεναν εύποροι νοικοκυραίοι …που παριστάνει έναν έφιππο κι έχει και μια ωραία παράσταση με δύο γρύπες που κατασπαράσσουν ελάφι… …και κάποια στιγμή έπαθα την πλάκα μου! Γιατί; Διότι ξύπνησαν οι αναμνήσεις! Άνοιξαν οι καταρράκτες, και… …Ήταν, λέει, μια ευτυχισμένη εποχή, πριν καταστρέψει την πόλη ο μονόφθαλμος αγροίκος… κι εγώ ζούσα εκεί ως τεχνίτης οχημάτων! Κατασκεύαζα κάρα, κυρίως τις ρόδες τους. Το όνομά μου, Ολύμνιος… που κάτι γέροι θέλανε να το γράφουνε και καθαρευουσιάνικα (για την εποχή), Ηολύμνιος. (Όντως παίρνει δασεία, από το “όλος” συν “ύμνος”, δηλ. άνθρωπος που τραγουδάει συνεχώς και χαρούμενα.) Είχα μια σύζυγο, την Ελένη, και δυο παιδιά… αγόρια: Τον Φειδία, που τον φωνάζαμε “Φειδίνα”, επειδή προξενούσε δεινά (δηλ. ήταν πολυ ζωηρος), και τον μικρότερο Ξενόφιλο. Αυτουνού του δώσαμε το συγκεκριμένο όνομα κάπως κοροϊδευτικά, επειδή, όταν ήταν μωράκι, ήρθε στο σπίτι ένας φίλος μας και το παιδί φοβήθηκε κι έκλαψε. Πάντως, είχαμε έθιμο στο σπίτι να πειραζόμαστε μεταξύ μας, κι εμένα με φωνάζανε “Ουλύμνιο” (δηλ. αρνητικό “ου” συν ευφωνικό “λ” συν “ύμνος”), δηλαδή γκρινιάρη! Μαζί μας ζούσε και η ηλικιωμένη μητέρα μου, η Φιλιππιάδα. Το σπίτι ήταν πέτρινο, δίπατο, με αυλίτσα μʼ ένα κυπαρίσσι. Ό,τι σώζεται σήμερα απʼ αυτό, το βλέπετε εδώ σε πρώτο πλάνο. (”Μάρκαρα” τη γωνία της εισόδου με τον φωτογραφικό σάκο, δική και διάνοια ιδιοκτήτου!) Πέθανα τότε, λένε οι αναμνήσεις, σε ηλικία 43 ετών, μετά από σύντομη ασθένεια. Πολύ προσωπικά όλʼ αυτά… Ίσως κάποιοι πούνε πως είναι μια ωραία φανταστική ιστορία, ίσως πούνε ότι έχω μεγάλη φαντασία, ίσως πούνε ότι πρέπει οπωσδήποτε να φοράμε καπέλο μέσα στον αυγουστιάτικο ήλιο και να μην το παίζουμε παλικάρια, διότι αλλιώς το μυαλό ρετάρει. Ίσως… Όμως η πλάκα που έπαθα, δεν περιγράφεται. Φυσικά, ούτε η πλάκα που θα πάθει κάποιος τυχόν αναγνώστης μου αρχαιολόγος που δουλεύει εκεί, αν βρει τίποτε ταφόπλακες με τα συγκεκριμένα ονόματα, θα περιγραφεί! (Υπʼ όψη, εγώ ως ιδιώτης δεν έχω πρόσβαση στις αποθήκες του μουσείου της Ολύνθου – ώστε να πείτε πως όλʼ αυτά τα μαγείρεψα.) Ποιος ξέρει τι να γίνονται όλʼ αυτά τα άτομα!… Ποιος ξέρει αν ξανάρθαν στον μάταιο (; ) αυτόν κόσμο… Ποιος ξέρει αν μια μέρα (ξανα)σταθούν κι αυτά μπροστά στα ερείπια του τότε σπιτιού μας και θυμηθούν!… Ποιος ξέρει αν δεν κάθονται σήμερα κι αυτά πίσω από κάποια οθόνη υπολογιστή και διαβάζουν το παρόν μπλόγκι, μη γνωρίζοντας ποιος γράφει αυτές τις γραμμές! Δεν πειράζει! Τα καλοκαίρια μας ας είναι όμορφα, και τα ταξίδια μας! Κάθε είδους! Υστερόγραφο: Σαν νʼ ακούω μερικους-ες να παραπονιέστε, “- Γιατί δεν αποτύπωσες φωτογραφικά όλον τον σαββοπούλειο στίχο;” Αμέσως το σκέφτηκα κι εγώ, τότε!… Κι ο ήλιος θʼ αποκοιμηθεί μέσʼ στα ερείπια της Ολύνθου! …Να πεις πως δεν το σκέφτηκα; Το πρώτο πράγμα που μου ΄ρθε στο μυαλό! Ωστόσο, είπαμε: εμείς οι κοινοί θνητοι δεν έχουμε πρόσβαση στους αρχαιολογικούς χώρους μετά τις 3 το μεσημέρι (ή -καμιά φορά- 5 το απόγευμα)!