Είμουνα σε εξερευνητική αποστολή στα «Τέμπη του Αγγίτη» όταν μου συνέβει το παρακάτω περιστατικό. Από το βιβλίο του Γιώργου Βογιατζή, «Βραχογραφίες του Παγγαίου» πήρα την πληροφορία ότι στο Φαράγγι του Αγγίτη, στην αρχή του, στο χωριό Συμβολή υπάρχουν προϊστορικές βραχογραφίες διάφορης θεματολογίας. Πήρα λοιπόν τον Aragorn, ανεβήκαμε στο 15ετίας Φόρντ Φιέστα μου και ξεκινήσαμε χωρίς να φοβόμαστε τυχόν χωματόδρομους και λοιπά κακοτράχαλα μέρη. Η πρώτη πορεία, με τα πόδια στο μονοπάτι, δεν απέδοσε τίποτα διότι ακόμη και σήμερα δεν γνωρίζουμε την ακριβή θέση των βραχογραφιών. Αποφασίσαμε να πάμε πλάϊ πλάϊ με το φαράγγι, με το αμάξι, και να ψάχνουμε κάθε φορά τον δρόμο, διότι δεν ξέραμε κάν αν υπάρχει τέτοιος δρόμος. Πραγματικα, από διάφορους αγροτικούς χωματόδρομους βρισκόμασταν στην διαδρομή, στην αριστερή μεριά του φαραγγιού, την απέναντι από την μεριά της σιδηροδρομικής γραμμής. Κάποια στιγμή σε μια από τις συχνές στάσεις μας βρισκόμασταν δίπλα σε ένα πλάτωμα. Φανταστείτε το σαν ένα ανάποδο V όπου η μυτερή απόληξη ήταν το τέλος του πλατώματος. Αριστερά μας εκεί που η πλαγιά έφτανε στο αριστερό πάνω άκρο του ανάποδου V η πλαγιά έβγαινε πάλι προς το ποτάμι με αποτέλεσμα να βλέπουμε καθαρά το ανάγλυφο της. Εκεί φάνηκε μια βραχοσκεπή, εν είδη είσοδος σπηλιάς. Αποφάσισα να κατέβω μέχρι εκεί και να την δώ από κοντά αν και ήταν σχεδόν σίγουρο ότι δεν είναι σπηλιά. Ίσως μόνο μια μικρή τρύπα στην βάση της βραχοσκεπής που σκεπαζώταν από τους θάμνους. Εδώ θα πρέπει να προσθέσω ότι όλλη η περιοχή είναι σχετικά παράξενη διότι ενώ ο κάμπος γύρω γύρω, και από τις δύο μεριές του φαραγγιού είναι πυρπολυμένος από τον ήλιο και κατάξερος, μέσα στο φαράγγι, υπάρχει πυκνή πράσινη βλάστηση λόγο της υγρασίας από το ποτάμι. Πραγματικά βρήκα κάτι σαν μονοπάτι και άρχισα να κατεβαίνω φτάνοντας πλάγια και κοντά στην βραχοσκεπή. Η σκιά και η δροσιά του φαραγγιού με τύλιξαν. Εκεί αρχισαν τα περίεργα. Άρχισα ξαφνικά να φοβάμαι. Οι αισθήσεις μου μπήκαν σε επιφυλακή. Το γνωστό κενό στο στομάχι εμφανίστηκε. Σε κάθε βήμα μου προς την βραχοσκεπή όλλο και έψαχνα δικαιολογίες για να μην συνεχίσω. Φανταστικές εικόνες από τερατόμορφους δαίμονες και μοβόρους εξωγήινους πηδούσαν άτακτα μέσα στο μυαλό μου. Κοντοστάθηκα. Εκανα ένα, δύο, ακόμη βήματα και παρόλο που ήμουν οπλισμένος με μαγκούρα και κυνηγετικό μαχαίρι, ο φόβος δεν υποχωρούσε, το αντίθετο. Στάθηκα και ανέλυσα την κατάσταση, ουσιαστικά προσπαθούσα να τιθασεύσω τον φόβο μου. Δεν φαινώταν τίποτα. Η βραχοσκεπή ήταν όπως την είχα δεί από μακρυά. Η βάση της ακόμη καλυμένη από θάμνους. Ούτε απειλητικά μουγκριτά ούτε και προειδοποιητικοί ήχοι. Σκέφτηκα να κάνω «έφοδο» με σκοπό να καταπνίξω τον φόβο μου αλλά το έδαφος ήταν δύσβατο, το φαράγγι από κάτω, και αν έφτανα στην βάση της βραχοσκεπής και ο φόβος δεν είχε φύγει, με την υποχόρηση της αδρεναλίνης, θα βρισκόμουν σε δύσβατο έδαφος σε κατάσταση πανικού. Αποφάσισα να οπισθοχωρήσω. Σιγά σιγά, πάντα σε επηφυλακή, οπισθοχώρησα και άρχισα να ανεβαίνω την πλαγιά. Μέχρι που έφτασα επάνω όλλος ο φόβος είχε φύγει, και η καρδιά μου είχε ηρεμήσει. Από εγωισμό και μόνο δεν ανέφερα τίποτα, μέχρι σήμερα. Συνεχίσαμε την πορεία μας και τελεικά βγήκαμε στο χωριό Λευκοθέα όπου βρίσκεται και το τέλος του φαραγγιού. Και την σήμερον ημέρα ρωτάω και όχι μόνο τον εαυτό μου, τί ήταν αυτό που με φόβισε; Ένστικτο; Αρα κάτι υπήρχε εκεί. Υπερβολική φαντασία; Είναι μία σοβαρή πιθανότητα. Τεχνητή υποβολή συναισθημάτων; Απο ποιόν και γιατί; Και άν είναι τεχνητή υποβολή συναισθημάτων, τι κρύβει εκείνη η αθώα βραχοσκεπή; Την άλλη φορά που θα πάω να πάρω μαζί μου και την καραμπίνα;