Κρυμμένα μυστικά κάτω από τους λόφους των Αθηνών
Ημερομηνία: 10/03/2009
Καταχωριτής: Aragorn
Πηγή: http://helleniclanguage.googlepages.com/Giannopoulos-Akropolis.txt
[...]
Στην αρχή ο Μιχαήλ απλώς συνόδευε τον δάσκαλό του - και οι δυο έπαιρναν χίλιες προφυλάξεις - γιατί ποτέ δεν έπρεπε κάποιος να τους δει. Ένα λάθος και όλα που είχαν αντέξει αιώνες επί αιώνων θα κατέρρεαν. Ευτυχώς, παρ' όλο που υπήρχαν είσοδοι ξεχασμένες και επίτηδες κλειστές πολύ κοντά τους, κυριολεκτικά μέσα στην Αθήνα της εποχής εκείνης, πολύ πλησίον και από κάτω από το βορινό τείχος της Ακρόπολης, υπήρχαν και άλλες που οδηγούσαν στα ίδια μέρη από πολύ πιο έξω από την πόλη και ήταν ακριβώς αυτές που χρησιμοποιούσαν: κρυφά περάσματα κοντά στα ποτάμια της Αθήνας, σε υπερβολικά δασωμένα βουνά, στα αρχαία φρούρια, στα βάθη παλαιών
υδραγωγείων, σε νεραϊδοσπηλιές, ακόμη και σε πελώριους βράχους που ήταν εκεί από την αρχή του κόσμου. Μέρη που μόνος σου δεν μπορούσες να τα βρεις ούτε καν τυχαία. Και αν ακόμη βρισκόσουν εκεί, πάλι δεν μπορούσες να "ανοίξεις" τις εισόδους.
Έβλεπε τον δάσκαλό του να μετακινεί δυο πέτρες, να τοποθετεί σε αβαθή κοιλώματα ένα μικρό κύλινδρο μεταλλικό που είχε μαζί του. Μετρούσε βήματα μέσα σε σπηλιές και πίεζε ένα βράχο σε κάποιο ψηλό σημείο, "διάβαζε" τη ζωγραφισμένη εικόνα αγίων σε εκκλησάκια ή σταματούσε με την παλάμη του για δευτερόλεπτα τον ρου μυστικών μέσα στα φυλλώματα πηγών και "άνοιγε" τα μάτια του με έκπληξη, καθώς άνοιγαν εμπρός τους περάσματα, οπές, κρυφές πόρτες και στοές, άγιες τράπεζες και εικόνες, σκοτεινά πηγάδια και καταπακτές, και αβυσσαλέα βάθη με μονοπάτια αφανέρωτα! Και ο καλός ο Έλληνας - ο δάσκαλος του - δεν άφηνε ευκαιρία που να μην του εξηγεί πώς και γιατί, να τον μυεί και να τον βοηθεί να "διαβάσει", να "ξεχωρίσει", να εννοήσει και να καταλάβει.
Όπως εκείνη την φορά που σε κάποιο απ' αυτά τα ταξίδια τους τον πήγε σ' έναν υπόγειο θάλαμο μεγάλο και σε βάθος τεράστιο, όπου ο Μιχαήλ πάγωσε κυριολεκτικά: Είδε να τον κοιτάζουν ένα πλήθος "ζωντανών" αγαλμάτων που πολλά είχε δει και περιγράψει ο Παυσανίας πριν 1600 χρόνια. Τά 'νιωσε ζωντανά τα αγάλματα γιατί ήταν σίγουρος ότι τα βλέμματα τους εκινούντο όπως εκινείτο και ο ίδιος, σαν να τον παρακολουθούν. Είχαν όψη και ανέδιδαν μια ζεστασιά και μια θεϊκότητα σαν να ήταν πραγματικά ζωντανά. Μετά τον φόβο, ήλθε η έκπληξη και μετά ο θαυμασμός και η απορία. Κοίταξε στα μάτια τον δάσκαλο του σαν να του έλεγε: Πες μου, σε παρακαλώ, τι είναι όλα αυτά τα θαυμάσια, πώς και φαίνονται ζωντανά;
Ο Μύστης δεν του είπε τίποτε εκείνη την στιγμή, αλλά του είπε πολλά, πολύ αργότερα, στο σπίτι του:
«Τα αγάλματα που είδες και τόσο σε κατέπληξαν, ναι, αυτά τα "ζωντανά" αγάλματα είναι μερικά από αυτά που εξιστορεί ο Παυσανίας στα Αττικά του στην επίσκεψη του στην Ακρόπολη. Είναι εκεί που τα είδες για πολλά πολλά χρόνια. Κάποια στιγμή στο μέλλον - ο χρόνος δεν έχει σημασία γιατί είναι διαχρονικά - θα ξαναβγούν και θα τοποθετηθούν στην θέση τους όταν το περιβάλλον θα είναι κατάλληλο να "δέσει" πάλι μ' αυτά, ώστε να επιτελέσουν για μια ακόμη φορά τον σκοπό και το έργο τους. Εμάς και όσων μας αντικαταστήσουν στα χρόνια που θα έλθουν, καθήκον μας είναι να τα
διαφυλάξουμε ώστε να μην καταστραφούν και να μην πέσουν σε ξένα χέρια και μεταφερθούν αλλού, οπότε θα χάσουν την "ζωντάνια" τους. Το μυστικό τους μου το έκανε γνωστό ο δάσκαλός μου, και εγώ τώρα θα το μεταβιβάσω σε σένα. Μ' αυτό τον τρόπο ο δικός μου κύκλος θα κλείσει όταν και εσύ κάνεις το ίδιο. θα παρουσιασθεί χωρίς άλλο και ο διάδοχός σου που θα τον προετοιμάσεις κατά τον ίδιο τρόπο.
»Γι' αυτά τα αγάλματα που εσύ χρησιμοποίησες τον όρο ζωντανά, εγώ θα χρησιμοποιήσω κάποιον άλλο - νομίζω πληρέστερο - και θα τα χαρακτήριζα "έμψυχα". Για το πώς ένα άγαλμα θεϊκό εγίνετο έμψυχο, οι αρχαίοι προγονοί μας ήξεραν το μυστικό. [...]
Για τον Μιχαήλ όλα αυτά ήταν πρωτόγνωρα, θαυμαστά και εν μέρει - το παραδεχόταν - δυσκολονόητα. Ένιωθε όμως ότι ο δάσκαλός του ήξερε. Και τα άκουγε πάντα με σεβασμό, ενώ όσο περνούσε ο καιρός και η μύησή του προχωρούσε, βεβαιωνόταν όλο και περισσότερο για ένα πράγμα: ότι ο τόπος που ζούσαν, η Αθήνα και η κορυφή της που ήταν ο Ιερός Βράχος, ήταν άγια και ιδιαίτερα εντελώς μέρη, ώστε να συμβαίνουν τέτοια θαυμαστά πράγματα. Η υπερηφάνεια του που η από παιδί υπερβολική του αγάπη για τον τόπο εξελίσσετο σε μια ανταμοιβή του Ουρανού προς το πρόσωπό του και είχε ως αποτέλεσμα την ανάθεση της φύλαξης του Τόπου αυτού, ήταν πολύ μεγάλη και ένιωθε απέραντη ευγνωμοσύνη!
Ο δάσκαλός του από την άλλη πλευρά, σαν να μην απορούσε γι' αυτές τις "ανακατατάξεις" που πραγματοποιούντο στην ψυχή του άδολου Έλληνα που είχε εμπρός του, συνέχιζε να τον μυεί, ακούραστα και μεθοδικά. Ήξερε να εμπιστεύεται αυτήν την ουράνια επιλογή του Μιχαήλ...
«Αυτή η εμψύχωση των αγαλμάτων εγίνετο για να επιτευχθεί η κάθοδος των θεών στους Ναούς, για να δέχονται αυτοί τις εκδηλώσεις σεβασμού των προγόνων μας αλλά και να εκπληρώνουν τις δεήσεις τους. Σε κάποιους ναούς ο θεός επέτρεπε σε ασθενείς να κοιμώνται κοντά στο άγαλμά του, οπότε σαν σε όνειρο, παρουσιαζόταν και τους ανακοίνωνε τον τρόπο ιάσεώς των.
«Άλλος λόγος εμψυχώσεως των αγαλμάτων ήταν για να προκαλέσουν στους μυημένους κάποια διορατικότητα ως προς τα γεγονότα τα οποία έμελλε να συμβούν στην ευνοούμενη του πόλη -την Αθήνα- ώστε να προετοιμάσουν κατάλληλα τον λαό. θυμήσου, ακόμη και σήμερα, στους μαύρους αιώνες για το γένος μας που διερχόμεθα, υπάρχουν πολλοί μοναχοί που μ' ένα βλέμμα και μόνο μπορούν να πουν αν
ένα πρόσφορο είναι καθηγιασμένο ή όχι».
Το πώς κατόρθωνε ο δάσκαλος να συνδυάζει τα όσα συνέβαιναν στην αρχαία δοξασμένη εποχή για τους Έλληνες, με τα όσα συνέβαιναν σήμερα, ήταν μια ιδιότητα του που -του Μιχαήλ- τα τρίσβαθα της ψυχής του γέμιζαν με μια ζεστασιά και αισιοδοξία για την επόμενη ημέρα: η αλλαγή για το πολύπαθο γένος, η αναζωογόνηση του ελληνικού φοίνικα μπορεί να μην ήταν και τόσο μακριά!
Πώς άραγε θα ήταν εκείνο το θαυμάσιο πρωινό που ο Μιχαήλ και οι άλλοι αδάμαστοι της Αθήνας θα ανέβαιναν ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ στον Ιερό τους Βράχο να του αποδώσουν τιμές και να σχεδιάσουν για το μέλλον! Και ο δάσκαλος συνέχιζε απτόητος, λες και ήθελε να προλάβει να του τα πει όλα όσο πιο γρήγορα γινόταν.
Τού μίλησε ακόμη - για να συμπληρώσει τα όσα περί των "ζώντων" αγαλμάτων - για κάποιο διάλογο μεταξύ του Ασκληπιού και του Ερμή όπου ο Ερμής μιλούσε γι' αυτά:
«Νομίζω ότι τα έμψυχα αγάλματα - έλεγε - που βρίσκονται επάνω στον Ιερό Βράχο είναι πλήρη αισθημάτων και εμπνεύσεως και εκτελούν τόσα πολλά θαυμαστά. Τα προφητικά αγάλματα τα οποία προλέγουν το μέλλον με όνειρα και με κάθε άλλο τρόπο και που μερικές φορές έχουν την ικανότητα να προκαλούν μια αρρώστια ή να μας θεραπεύουν από τους πόνους, αναλόγως της αξίας μας (!) είναι αυτά που χαρίζουν στους μύστες διορατικές ικανότητες ώστε να μπορούν να δουν τα μέλλοντα να συμβούν. Ή
να ανακουφίσουν ή να θεραπεύσουν τας νόσους ή ακόμη και να τιμωρήσουν τους μοχθηρούς, τους ασύνετους και τους αδιάκριτους.
»Αλλά, Μιχαήλ, πρέπει να ξέρεις πως αυτός ο Βράχος που βλέπεις να δεσπόζει της Αθήνας, έχει θαυμαστές και μοναδικές ιδιότητες. Ο ίδιος ο βράχος μυεί! Μυεί όμως μόνον αυτούς που έχουν σχέση μ' αυτόν εδώ τον τόπο ή έχουν στην ψυχή τους μνήμες παλαιές απ' αυτόν. Όλοι οι άλλοι –όπως οι Τούρκοι που έχουν τώρα στην κατοχή τους την Ακρόπολη και ευρίσκονται συνεχώς επάνω στον βράχο- είναι και εκ των πραγμάτων ξένοι και δεν μπορούν να νιώσουν τις ιδιότητες του Βράχου. Στα βλέμματά τους, ένα άγαλμα αποτελείται από πέτρα ή μάρμαρο, μια στήλη δεν αποτελεί παρά συσσώρευση
λίθων, και ένα βιβλίο μας δεν είναι παρά φύλλα.
»Σε βλέπω και απορείς, αλλά να ξέρεις και να θυμάσαι ότι ΑΥΤΟΣ Ο ΒΡΑΧΟΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΤΟΥ ΠΛΑΝΗΤΗ ΚΑΙ Ο ΟΜΦΑΛΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ!»
Ο δάσκαλος σ' αυτά τα τελευταία του λόγια δάκρυσε και προσπάθησε να κρύψει τα δάκρυα του από τον συνεχιστή του Μιχαήλ. Ήθελε με όλη του την καρδιά μια απ' αυτές τις ημέρες να ξυπνούσε και να μπορούσε ν' ανέβει στην Ακρόπολη ελεύθερος, ασκώντας το δικαίωμα -και την υποχρέωση- που έπρεπε να έχουν όλοι οι Αθηναίοι. Ήξερε όμως καλά ότι αυτό δεν θα γινόταν επί των ημερών του αλλά, αλίμονο, ούτε και επί των ημερών του Μιχαήλ. Ήξερε πως η ιερή πολιτεία της Αθηνάς θα ελευθερωνόταν αργότερα, θα 'θελε αν ήταν δυνατόν ν' ανέβει εκεί στον Ιερό Βράχο και να
μην κατέβει ποτέ πια.
[...]
- Ετοιμάσου!
Ήταν η πρώτη φορά που τού μιλούσε από τότε που είχαν κατέβει από την σκάλα και το πηγάδι, εδώ και 45 λεπτά περίπου. Είχαν προχωρήσει περίπου δύο χιλιόμετρα σε ένα βάθος 180 μέτρων και ήταν κάπου κοντά και κάτω από τον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης!
Ο Μύστης και ο μαθητής άρχισαν να προχωρούν προς τα εκεί απ' όπου ερχόταν αυτό το απαλό και σταθερό κίτρινο φως. [...]
Η αίθουσα ήταν μεγάλη [...]
Στο πίσω ήμισυ της αιθούσης είχε πάει ο δάσκαλος και παρατηρούσε ένα αντικείμενο που έστεκε όρθιο σε ένα μεγαλοπρεπές και βαρύ βάθρο. Ο Μιχαήλ τον πλησίασε και στάθηκε δίπλα του αποσβολωμένος. Το αντικείμενο ήταν ολοστρόγγυλο και πολύ μεγάλο, με 4 μέτρα περίπου διάμετρο. Το βάθρο ήταν από μαύρο ξύλο, κατεργασμένο με τέσσαρες γωνίες ξυλευμένες σαν πόδια λιονταριού και έδειχνε σίγουρο και απόλυτα σταθερό για να κρατήσει εκείνο το μεγάλο αντικείμενο που υψωνόταν
σχεδόν μέχρι την οροφή της υπόγειας αιθούσης. Το ξύλο φαινόταν να μην έχει την ελάχιστη φθορά τόσων χρόνων. Φαινόταν κι αυτό -όπως προηγουμένως και η πόρτα- σαν να το είχαν φτιάξει εχθές. Το σόι ξύλο είναι αυτό; σκέφθηκε. Ή μήπως δεν είναι ξύλο; Αυτό το στρογγυλό αντικείμενο ήταν άσπρο και είχε στην περιφέρεια του ένα χρυσό και ένα γαλάζιο περιθώριο που παρ' όλο το πέρασμα των αιώνων ήταν γυαλιστερά και ζωηρά σαν να είχαν γίνει χθες. Ο χρωματισμός του χρυσού ήταν καμωμένος από αληθινό χρυσάφι και του γαλάζιου από πολύτιμο σμάλτο, χωρίς ψεγάδι σ' όλη την περιφέρεια,
φτιαγμένα με τέτοια μαεστρία που δεν μπορούσες να δεις την αρχή και το τέλος· ένας τέλειος πραγματικά κύκλος. Στο εσωτερικό υπήρχαν μορφές που πάλευαν για ζωή και θάνατο, τόσο ζωντανές που ο Μιχαήλ είχε την εντύπωση ότι τούτη η μάχη γινόταν τώρα εμπρός του. Το ότι ήταν μόνον "ζωντανές" εικόνες και όχι πραγματικότητα, το 'νιωθες γιατί παρ' όλη την ορμή, τα κτυπήματα των σπαθιών, των δοράτων και των διπλών πελέκεων, δεν άκουγες την κλαγγή των όπλων, τα ουρλιαχτά των πληγωμένων και τις φωνές μανίας των νικητών. Η όλη μάχη ήταν βουβή, τίποτε δεν ακουγόταν στην θαυμαστή εκείνη υπόγεια αίθουσα...
Ο Δάσκαλος είχε καθίσει στο έδαφος και ακουμπούσε την πλάτη του σε ένα είδος μαρμάρινου βωμού που βρισκόταν στο κέντρο του δωματίου. Ένευσε στον Μιχαήλ να έλθει να καθίσει δίπλα του και άρχισε να του εξηγεί και να του διηγείται τις περίφημες εκείνες εικόνες με τις σκαλισμένες μορφές που ο Μιχαήλ έβλεπε εμπρός του:
«...Αυτές οι εικόνες που βλέπεις, είναι εικόνες που εξιστορούν την μάχη που έδωσαν οι Αθηναίοι όταν τους επιτέθηκαν οι Αμαζόνες που ήταν μια φυλή από πολεμοχαρείς γυναίκες που λάτρευαν τον θεό του πολέμου Άρη και την Σελήνη, ενώ είχαν ως πρότυπο τους την Άρτεμη. Αυτές οι Αμαζόνες λοιπόν, με αρχηγό τους την Μυρίνη, νίκησαν ακόμη και τους Άλεκτες -παλιούς εχθρούς των Αθηναίων- κατέλαβαν το μεγαλύτερο μέρος της Λιβύης, πέρασαν στην Αίγυπτο και στην Φρυγία και με μια άλλη φημισμένη βασίλισσα τους, την Πενθεσίλεια, ήρθαν να βοηθήσουν τους Τρώες όταν αυτοί πολεμούσαν με τους Έλληνες. Την βασίλισσά τους την σκότωσε ο Αχιλλέας στην μάχη και όπως ξέρεις η Τροία έπεσε στους Έλληνες. Τις Αμαζόνες τις πολέμησε και ο Ηρακλής, τις νίκησε και πήρε μαζί την βασίλισσα τους Ιππολύτη και την έφερε στην Ελλάδα. Αργότερα οι Αμαζόνες, που δεν είχαν ξεχάσει την ήττα τους από τον Ηρακλή, εισέβαλλαν στην Αττική μας και εστρατοπέδευσαν σ' αυτόν τον λόφο που είναι αριστερά από τα προπύλαια του Κάστρου -της Ακρόπολης- και που τον λέμε Άρειο Πάγο. Μάθε λοιπόν Μιχαήλ, ότι το μέρος αυτό που είμαστε τώρα και σου εξηγώ τις υπέροχες αυτές εικόνες βρίσκεται ακριβώς κάτω από εκεί που είχαν στρατοπεδεύσει οι Αμαζόνες. Έγινε εκεί ακριβώς κάτω από το βόρειο τείχος της Ακρόπολης μια πολύ αποφασιστική μάχη που λίγο έλειψε να μας νικήσουν, και αυτές -όσες είχαν μείνει δηλαδή- ορκίσθηκαν ότι δεν θα επιτεθούν ποτέ στο μέλλον εναντίον της Αττικής. Οι Αθηναίοι μετά την μάχη -πολύ πριν ονομάσουν τον λόφο Άρειο Πάγο- τον ονόμασαν Αμαζόνιο για να θυμούνται αυτή την λαμπρή τους νίκη.
»Εδώ λοιπόν εξιστορείται η πιο σημαντική στιγμή της μάχης, ακριβώς όταν οι Αθηναίοι αρχίζουν να νικούν: ...Βλέπεις εκείνη την λυγερόκορμη Αμαζόνα που έχει δεχθεί ένα θανατηφόρο πλήγμα στο στήθος και το αίμα αρχίζει να πετάγεται από την πληγή; Αρχίζει να πέφτει όταν ένας Έλληνας πολεμιστής, ο Θησέας, κατεβαίνει από τα βράχια και την αρπάζει από την πλούσια της κόμη, την ακινητοποιεί πατώντας με το πέλμα του την δεξιά της κνήμη, ενώ εκείνη είναι πλέον στα γόνατα και ετοιμάζεται να την πλήξει με το ξίφος του. Αυτή η Αμαζόνα είναι η Αντιόπη! Πίσω απ' αυτή τη σκηνή βλέπεις μία σκαλισμένη προσθήκη τείχους με τέσσαρες ιωνικές κολώνες; Καθορίζει τον χώρο που έγινε η μάχη, ακριβώς κάτω από το βόρειο τείχος της Ακρόπολης, στο σημείο που επάνω στον Βράχο είναι το Ερεχθείο. Οι κίονες που βλέπεις είναι της βόρειας πλευράς του Ερεχθείου. Η Αντιόπη δεν έχει δύναμη να κρατήσει πλέον το όπλο της και ο διπλός της πέλεκυς βρίσκεται κάτω εμπρός της.
«Δίπλα ακριβώς από την Αντιόπη και τον Θησέα, ο καλλιτέχνης έχει σκαλίσει έναν άλλο Έλληνα πολεμιστή που προσπαθεί να μεταφέρει ένα τραυματισμένο από τις Αμαζόνες συμπολεμιστή του, σκηνή απαραίτητη που δείχνει την συντροφικότητα των Αθηναίων οπλιτών. Κοίταξε την επομένη σκηνή: αυτή η αμαζόνα που φορεί αττικό κράνος εκεί στα δεξιά και κρατά ασπίδα στο αριστερό της χέρι, είναι η Μυρίνη που εφορμά και προσπαθεί να λογχίσει έναν Έλληνα πολεμιστή που στέκει υψηλότερα.
Πόσο ζωντανή φαίνεται! Ακόμη και ο Γρύπας, το μυθικό πλάσμα που στολίζει το κράνος της, φαίνεται ότι και αυτό ορμάει εναντίον του αντιπάλου της. Εκείνος, έχοντας το πλεονέκτημα να ίσταται ψηλότερα, την περιμένει με υψωμένο το δεξί του χέρι κρατώντας ένα ξίφος. Να και ένας άλλος Έλλην με ρωμαλέο σώμα και χιτώνα που μόλις καλύπτει τον ώμο του. Με τα δυο του χέρια κρατεί σφύρα και ετοιμάζεται να καταφέρει ένα θανατηφόρο κτύπημα σε μια άλλη αμαζόνα που βρίσκεται χαμηλότερα, με
κράνος και κοντό χιτώνα, σχεδόν στα γόνατα, τραυματισμένη. Είναι ο Ήφαιστος, ήρωας κι αυτός της Αθήνας που υπερασπίζεται την Ακρόπολη. Στα χαρακτηριστικά του ο καλλιτέχνης -που δεν είναι άλλος από τον θεϊκό και μυημένο Φειδία- έχει δώσει όλη την σοβαρότητα και την αποφασιστικότητα της μάχης. Λίγο πιο κει υπάρχει μια μορφή αμαζόνας της οποίας τα πλούσια μαλλιά και ο χιτώνας αλλά και η όλη στάσις της δείχνουν ότι πέφτει από ψηλά με το κεφάλι προς το βραχώδες έδαφος. Ήταν κάποια που τόλμησε να ανέβει λίγο ψηλότερα για να κυριεύσει το τείχος και δέχτηκε ένα βέλος. Παρά το θανατηφόρο πέσιμο της δεν έχει αφήσει ακόμη την ασπίδα της. Ο μεγαλόσωμος γενειοφόρος πολεμιστής που υψώνει το χέρι του με το σπαθί εναντίον της άσκεπης αμαζόνας με τον διπλό πέλεκυ στο δεξί της και υψωμένη την ασπίδα της για ν' αντιμετωπίσει το κτύπημα, δεν είναι άλλος από τον Ερεχθέα ενώ ο άλλος γενειοφόρος Έλλην που μάχεται απεγνωσμένα με την αμαζόνα Ιππολύτη είναι ο Ηρακλής ή ο Κέκροπας. Η Ιππολύτη του κρατά το υψωμένο χέρι που την απειλεί ενώ προσπαθεί με το
δόρυ της να τον λογχίσει. Και να: το ζευγάρι των πολεμιστών με τους κοντούς χιτώνες και τα δωρικά κράνη που μάχονται με τα σπαθιά δίπλα-δίπλα δεν είναι παρά ο ίδιος ο Φειδίας και ο Περικλής. Η μια αμαζόνα ήδη έχει καταβληθεί και πέσει, και ο Φειδίας φαίνεται να σπαθίζει τον κενό αέρα, ενώ ο Περικλής ετοιμάζεται για το τελειωτικό του κτύπημα.
«Κοίταξε τώρα εκείνες τις Αμαζόνες πόσο ζωντανές φαίνονται: Η μια έχει αποθέσει τα όπλα της χάμω στο βραχώδες έδαφος και προσπαθεί με μεγάλη προσπάθεια που ο καλλιτέχνης αποτυπώνει στο πρόσωπο της, να μεταφέρει μια άλλη τραυματισμένη αμαζόνα λίγο παράμερα της μάχης. Αυτής τα χαρακτηριστικά είναι ήρεμα εν αντιθέσει με την πρώτη, οι πληγές της την έχουν καταβάλλει και φαίνεται να έχει χάσει τις αισθήσεις της. Φορεί σανδάλια με μακριούς ιμάντες που φθάνουν μέχρι κάτω από το γόνατο».
...Ο Μιχαήλ άκουγε αμίλητος, τον είχε συνεπάρει η ζωντάνια των σκηνών που είχε
δημιουργήσει ο Φειδίας αλλά και η αφήγηση του δασκάλου του που έμοιαζε σαν να έχει ζήσει τις εικόνες στην πραγματικότητα. Κάπου τον είχε "πιάσει" ο Μιχαήλ να του λέει λεπτομέρειες που δεν υπήρχαν εκεί εμπρός τους. Εξάλλου η φωνή του -ο τόνος της- ανέβαινε και κατέβαινε ανάλογα με αυτά που διηγιόταν σαν να ήταν εκεί. Ή μήπως πραγματικά ήταν εκεί!
Μια άλλη αμαζόνα κρατούσε με τα δυο χέρια τον διπλό της πέλεκυ και προσπαθούσε να πλήξει έναν Έλληνα που μόλις φαινόταν το πάνω μέρος του κεφαλιού του να εξέχει από την ασπίδα που την κρατούσε εμπρός του προσπαθώντας να προφυλαχθεί από το ισχυρό κτύπημα που ήταν έτοιμη να του καταφέρει - το τέλειο πρόσωπο και το όλο δύναμη σώμα. Ήταν χωρίς άλλο ο Δαίδαλος -άλλος γνωστός ήρωας- και η Πενθεσίλεια.
«...Κοίταξε τώρα εκεί πάνω δεξιά, την σκηνή που μοιάζει πολύ με εκείνη της συμπλοκής του Θησέα και της Αντιόπης: το ζευγάρι των αντιπάλων, τόσο ο Έλληνας όσο και η αμαζόνα ήσαν νεαροί. Ένα θαυμάσιο κεφάλι κλασσικής ελληνικής ομορφιάς ο νέος και η αμαζόνα με πλούσια κόμη - αυτό που ονομάζουμε "βόστρυχες"- που κυλούσε μέχρι την μέση της ενώ το κράνος της είχε πέσει μαζί με τον πέλεκυ κάτω. Ήταν η στιγμή που ο νεαρός πολεμιστής άπλωνε το αριστερό του χέρι να την αδράξει από τα μαλλιά, ενώ με το άλλο είχε υψώσει το σπαθί. Κάτι έλειπε όμως εδώ από τις άλλες πολεμικές σκηνές: δεν υπήρχε αυτό το πάθος από την μεριά του νεαρού, λες και λυπόταν την ομορφιά και την νεότητα της αμαζόνας. Το χέρι του με το σπαθί λες και δεν ανέβαινε ψηλά ώστε να πάρει την απαιτούμενη ορμή και να πέσει στο τεντωμένο σώμα της αμαζόνας!
»Ναι! Δεν ήθελε να την σκοτώσει ο νεαρός!», του είπε ο δάσκαλος, «θα προτιμούσε να είχαν συναντηθεί κάποια άλλη φορά που δεν θα ήταν αναγκασμένοι να πολεμήσουν μεταξύ τους!», συνέχισε ο Γέροντας. Όμως όταν ο νέος την τελευταία στιγμή γύρισε και είδε τους σκοτωμένους του συντρόφους γύρω του, δεν δίστασε και σηκώνοντας το χέρι του της κατάφερε ένα θανάσιμο κτύπημα».
Ο Μιχαήλ σταμάτησε να κοιτά. Τα όσα τελευταία του έλεγε ο Γέροντας δεν υπήρχαν στο καλλιτέχνημα. Ούτε οι σκοτωμένοι σύντροφοι του Έλληνα, ούτε και το τελικό πλήγμα του νεαρού πολεμιστή. Γύρισε προς τον δάσκαλό του. Με μεγάλη έκπληξη τον είδε με το πρόσωπο γεμάτο δάκρυα. Εκείνος προσπάθησε να τα κρύψει.
«Κοίταξε τώρα» τού είπε, «στο κέντρο αυτού του καταπληκτικού πράγματος. Βλέπεις, είναι το μόνο σημείο που δεν υπάρχει εικόνα μάχης. Πράγματι, ακριβώς στο κέντρο αυτού του τεράστιου στρογγυλού αντικειμένου ήταν σκαλισμένο με απαράμιλλη τέχνη ένα κεφάλι με άγρια χαρακτηριστικά: είχε αντί για μαλλιά άγρια φίδια και τόσο τρομακτικά μάτια που λες και πετούσαν φλόγες. Κανένας δεν μπορούσε να τα κοιτάξει στα μάτια γιατί γινόταν μια στήλη από πέτρα. Ακόμη και οι θεοί τρόμαζαν εμπρός της. Ήταν η γοργόνα η Μέδουσα! Κατοικία της ήταν η θάλασσα κοντά στην χώρα των
νεκρών. Εκεί πήγε ο Περσέας και με την βοήθεια του Ερμή την σκότωσε, έκοψε το κεφάλι της που εξακολουθούσε να κρατά την δύναμη του και το έφερε στην θεά Αθηνά, προστάτιδα της Αθήνας και της Ακρόπολης! Εκείνη έδωσε όσο είχε απομείνει από το αίμα της στον Ασκληπιό να το χρησιμοποιήσει στην θεϊκή ιατρική του και το κεφάλι της Μέδουσας με την δύναμη του το έβαλε στο κέντρο της ασπίδας της!
»Γιατί πρέπει να ξέρεις, Μιχαήλ, ότι αυτό το υπέροχο αντικείμενο που βλέπεις εμπρός σου, καμωμένο από χρυσό, σμάλτο και όλο από ελεφαντόδοντο δεν είναι παρά Η ΧΑΜΕΝΗ ΑΣΠΙΔΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ, αυτή που κρατούσε στο τεράστιο άγαλμα της μέσα στον Παρθενώνα που είχε φτιάξει ο θεϊκός και μυημένος Φειδίας! Να 'ξερες πόσο οι εχθροί μας έχουν πασχίσει να την αποκτήσουν! Αλλά δεν έχουν ούτε είχαν καμιά ελπίδα να το επιτύχουν!»
Το φως της λυχνίας έπεφτε επάνω στην ασπίδα απαλά και όλες οι μορφές, ακόμη και της τρομερής Μέδουσας, έπαιρναν μια άλλη όψη. Ο Μιχαήλ πήγε κοντά και άπλωσε το χέρι του στο χρυσό και σμάλτο της μπορντούρας και στο ελεφαντόδοντο, σαν παιδί, λες και δεν μπορούσε να πιστέψει ό,τι έβλεπε.
[...]
3 Σχόλια: