Στην ηλικία των 25 αποφάσισα ότι ήταν ώρα να επιδιώξω μία καινούργια καριέρα, μία απόφαση που με οδήγησε στην Αθήνα, μοιραζόμενη το διαμέρισμα του αδερφού μου ο οποίος ήταν 6 χρόνια νεώτερος και φοιτητής. Ζούσαμε σε μία ήσυχη γειτονιά περιτριγυρισμένη από ένα δάσος. Το διαμέρισμα ήταν τεράστιο, υπήρχε ένα παλιό τμήμα του σπιτιού το οποίο περιελάμβανε δύο μεγάλες κρεβατοκάμαρες, μία κουζίνα και ένα μπάνιο και επίσης υπήρχε μία νεώτερο προσθήκη στο σπίτι η οποία περιείχε μία ακόμα κρεβατοκάμαρα, ένα καθιστικό και ένα χολ. Το παλιό τμήμα του σπιτιού αποτελούνταν από τσιμέντο και τούβλα ενώ το νεώτερο κυρίως από ξύλο. Την πρώτη νύχτα της άφιξής μου και μετά από μία εξαντλητική μέρα ξεπακεταρίσματος και ταιριάσματος των πραγμάτων ο αδερφός μου και εγώ καθίσαμε στο καθιστικό και παραγγείλαμε πίτσα. Ο αδερφός μου ήδη έμενε ένα χρόνο εκεί και περιστασιακά με έπαιρνε στο τηλέφωνο αργά τη νύχτα για να μου πει πως κάποιος βάδιζε στο υπνοδωμάτιο και ανάσαινε στο αυτί του. Εγώ έκανα ότι θα έκανε μία μεγαλύτερη και «σοφότερη» αδερφή προσπαθώντας να εκλογικεύσω τις εμπειρίες του και αφού τον κρατούσα ξύπνιο μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες, τελικά εγκατέλειπε από την εξάντληση και έλεγε καληνύχτα. Αυτό συνεχιζόταν για καιρό μέχρι που σταμάτησε να παραπονιέται και είχα πειστεί πως τα πράγματα είχαν ηρεμήσει. Αλλά την πρώτη νύχτα της παραμονής μου στο παράξενο σπίτι, τον άκουσα να μου περιγράφει μία σειρά από γεγονότα για τα οποία δεν είχα καμία λογική εξήγηση. Σύντομα οι δικές μου εμπειρίες θα προστίθονταν στη λίστα. Πρέπει να ήταν γύρω στις 8-9 το βράδυ καθώς ετοιμαζόμουνα «να το κάψω» στη βραδινή Αθήνα. Ο Χάρης, ο αδερφός μου, είχε πάει σε ένα φίλο του που έμενε δίπλα ενώ εγώ έμπαινα στο ντους. Είχα κλείσει τη κουρτίνα πίσω μου και άνοιξα το νερό όταν άκουσα τα βήματα κάποιου στο ξύλινο πάτωμα του νεώτερου τμήματος του σπιτιού. Λόγω του ότι δεν ήμουν σίγουρη αν τα είχα φανταστεί έκλεισα το νερό και παρέμεινα σιωπηλή για μία στιγμή πριν φωνάξω σε αυτόν που νόμισα πως είναι ο αδερφός μου που ήρθε σπίτι. «Χάρη, εσύ είσαι;». Καμία απάντηση. Επανέλαβα την ερώτηση αλλά το μόνο που άκουσα ήταν τα βήματα να έρχονται λίγο πιο κοντά. «Χάρη;» Ξανά καμία απάντηση. Βγήκα από το ντους και άρχισα να ντύνομαι βιαστικά όταν αντιλήφθηκα ότι άκουγα κάποιον να περπατάει την ίδια απόσταση για 2-3 λεπτά και ποτέ να μην φτάνει στον προορισμό του αλλά ούτε και να φεύγει. Απλά ο ίδιος ήχος παπουτσιών από το ίδιο σημείο εκκίνησης προς την ίδια κατεύθυνση και πάλι προς τα πίσω. Έτρεξα στο δωμάτιο του αδερφού μου πήρα το τηλέφωνο και τον είπα να γυρίσει σπίτι. Νομίζω ο τόνος και η βιασύνη στη φωνή μου πρέπει να ήταν έκδηλα γιατί τον πήρε ελάχιστα μέχρι να ακούσω να ξεκλειδώνει τη πόρτα στον πρώτο όροφο. Συμφώνησε να περιμένει στο καθιστικό και έτσι ανακουφισμένη που είχα προστασία μπήκα ξανά στο μπάνιο. Λίγο μετά καθώς καθόμουν μπροστά στο καθρέφτη φτιάχνοντας το μέικ-απ άκουσα ξανά τα βήματα μόνο που αυτή τη φορά ακούγονταν μέσα από το μπάνιο και ακόμα χειρότερα δεξιά από μένα. Δεν γύρισα αλλά κράτησα το βλέμμα μου στον καθρέφτη με καθαρό τρόμο για το τι θα αντιμετώπιζα. Δεν θυμάμαι να φώναξα τον αδερφό μου αλλά ακόμα θυμάμαι το σώμα μου να είναι μουδιασμένο και την αίσθηση από χιλιάδες καρφίτσες να τρυπούν το δέρμα μου. Τα βήματα πλησίασαν τη τουαλέτα, άκουσα κάποιον να κάθεται πάνω της και μετά η τουαλέτα να αστράφτει! Παίρνοντας δύναμη βγήκα γρήγορα από το μπάνιο και από το σπίτι με τον αδερφό μου να με ακολουθεί. Το δεύτερο περιστατικό ήταν κατά τη διάρκεια μιας άυπνης νύχτας καθώς μελετούσα για τους Ρητορικούς τελικούς. Πρέπει να ήμουν τελείως απορροφημένη από το βιβλίο μου όταν άκουσα ξανά τον ήχο των βημάτων έξω από την πόρτα μου. Σε δευτερόλεπτα άκουσα τον αδερφό μου να σηκώνεται από τον καναπέ του καθιστικού, να περνάει από την μπροστινή μου πόρτα προς τον διάδρομο στα αριστερά και να χτυπάει την πλαϊνή πόρτα του δωματίου μου. «Ταμ, Είσαι εκεί;» Πήδηξα από το κρεβάτι και άνοιξα την πόρτα για να μπει. Μείναμε πίσω από την κλειστή πόρτα ψιθυρίζοντας για περισσότερο από μισή ώρα. Τα βήματα ακούγονταν για κάποια δευτερόλεπτα, μετά σταματούσαν και μετά ξανά τα ίδια. «Τα ακούς;», με ρωτούσε συνέχεια και εγώ το μόνο που έκανα ήταν να γνέφω. «Τον ένιωσα να αναπνέει ξανά στο λαιμό μου πριν ακούσω τα βήματα», συνέχισε ο αδερφό μου. Ήταν εκείνη τη στιγμή που τον ακούσαμε να έρχεται προς τη κλειστή πόρτα από τη μεριά της κρεβατοκάμαρας και να σταματάει δίπλα της σαν να μας είχε αντιληφθεί.