Κάποια νύχτα λοιπόν – μας διηγήθηκε ο κυρ Θανάσης όταν καθίσαμε δίπλα του στο τζάκι – ο παππούς του, αφού έβαλε τα ζώα στη στάνη ξεκίνησε για τη συνηθισμένη διαδρομή προς το χωριό. Καθώς πήρε το δρόμο για την επιστροφή άκουσε από μακριά μουσική και ταμπούρλα σαν να γινόταν κάποιο γλέντι. Έτσι έκανε μία μικρή παράκαμψη από το δρομολόγιό του και μπήκε μες στο δάσος. Ενώ πλησίαζε, δυνάμωνε η μουσική αλλά και οι φωνές ώσπου πρόβαλε μπροστά του ένα ασυνήθιστο νυφιάτικο γλέντι. Αέρινες φιγούρες χόρευαν και κατόπιν εξαφανίζονταν από μπροστά του, μορφές χωρίς συγκεκριμένη ανθρώπινη όψη. Από τη τρομάρα το, σήκωσε το δίκαννο που κουβαλούσε και άρχισε να πυροβολεί στον αέρα. Τότε μόνο προκάλεσε την προσοχή των αερικών, τα οποία δεν δίστασαν να αρχίσουν ένα βίαιο κυνηγητό. Χωρίς να ξέρει που πηγαίνει μες στο δάσος και πυροβολώντας αριστερά και δεξιά, κατέληξε έξω από τη πόρτα ενός άλλου βοσκού από το γειτονικό χωριό. Το επόμενο πρωί αφηγήθηκε όσα του συνέβησαν το προηγούμενο βράδυ.