Ύπνος γλυκός και βαρύς κάθισε στα μάτια του μπάρμπα-Γιάννη. Χασμουρήθηκε και κοίταξε προς το κοπάδι του. Ο Ράγγος, το τσοπανόσκυλό του, έκανε καλά τη δουλειά του, ενώ ο ουρανός ήταν ασύννεφος, χωρίς την παραμικρή υποψία βροχής. Έτσι ο γέρο-βοσκός στρώθηκε κάτω από μία γέρικη βελανιδιά και αποκοιμήθηκε κάτω από την Τύρνα, στη θέση Φτέρη. Σκιαγμένος όμως ο μπάρμπα-Γιάννης πετάχτηκε επάνω στον ήχο του μπουμπουνητού. Κοίταξε ψηλά. Βαριά μολυβένια σύννεφα είχαν αλλόκοτα καλύψει τον ουρανό. Βλαστήμησε και με τη βοήθεια του Ράγγου μάζεψε το κοπάδι και άρχισε να ψάχνει καταφύγιο, όταν τα σύννεφα αμόλησαν το νερό τους. Τριγυρνούσε στα χαμένα, όταν αντίκρισε το τσοπανόσκυλό του με την ουρά στα σκέλια, κλαψουρίζοντας και κοιτάζοντας κάπου με επιμονή. Ο μπάρμπα-Γιάννης ακολούθησε το βλέμμα του σκύλου και πάγωσε… Αντίκρισε τα καλυμμένα με κισσούς και αγριόχορτα, παλιά ερειπωμένα τείχη, τα οποία θεωρούνταν στοιχειωμένα. Είχαν κυκλικό σχήμα και δεν ήταν πάντα ορατά στα μάτια των ανθρώπων. Λίγοι ήταν εκείνοι που τα είχαν δει μπροστά τους. Ήταν το διαολόσπιτο, όπως το έλεγαν τότε στη Τύρνα. Δεν είχε όμως άλλη επιλογή και έβαλε μέσα το κοπάδι και έπειτα μπήκε και ο ίδιος. Ο Ράγγος αρνήθηκε να τον ακολουθήσει, προτίμησε να μείνει στη βροχή. Το εσωτερικό – όπως αργότερα περιέγραψε ο μισότρελος μπάρμπα-Γιάννης – ήταν άδειο αλλά οι τοίχοι είχαν σχέδια με περίεργα σχήματα. Καθώς λοιπόν νύχτωνε και η βροχή δεν έλεγε να σταματήσει, τα ζωντανά άρχισαν ξαφνικά να βελάζουν υστερικά. Τότε, με πανικό, αντίκρισε ο γέρο-βοσκός μια σκιά σκυφτή δύο φορές το ύψος του, η οποία ήταν ελαφρώς ορατή να εμφανίζεται απροειδοποίητα στο τοίχο. Η σκιά εκείνη όρμησε στο κοπάδι και άρχισε να δαγκώνει και να κόβει στα δύο τα γιδοπρόβατα. Ο μπάρμπα-Γιάννης τα ʽχασε και λιποθύμησε. Τον βρήκαν μονάχο οι δικοί του την επόμενη μέρα να στέκεται ανάμεσα στα θλιβερά απομεινάρια του κοπαδιού του πάνω σε καμένη γη, η οποία είχε σχήμα κύκλου!