Κάποιος χωρικός από τη Σίψα ετοιμαζόταν να ρίξει λίπασμα στο χωράφι του ένα πρωινό, όμως τον κάλεσαν εκτάκτως ως μάρτυρα στο δικαστήριο. Ανέθεσε έτσι σε κάποιον συγχωριανό του να τον εξυπηρετήσει. Εκείνος όμως έριξε το λίπασμα στο δικό του χωράφι, χωρίς να το αντιληφθεί κανείς. Όταν μετά από λίγο καιρό ήρθε στο μοναστήρι να κοινωνήσει, ο Γέροντας δεν τον μετάλαβε και του είπε πως έπρεπε να μετανοήσει για την αμαρτία του και να εξομολογηθεί. Και επειδή εκείνος προσποιήθηκε πως δεν καταλάβαινε για ποια αμαρτία του μιλούσε, ο Γέροντας τον βεβαίωσε ότι το δικό του χωράφι δεν θα έδινε καθόλου καρπό εκείνη τη χρονιά και ας είχε και το λίπασμα, ενώ του χωρικού που τον είχε αδικήσει, θα είχε πολύ καρπό, όπως και έγινε…