Είχα τη τύχη να γνωρίζω μία γυναίκα και από τότε πιστεύω πραγματικά πως μετά το θάνατο υπάρχει ζωή. Έτυχε να βρίσκομαι στη Ξάνθη. Είχα μία φίλη και μιλούσαμε μʼ αυτή για πνεύματα και πνευματισμό και μου λέει πως «έχω και εγώ μία φίλη η οποία ασχολείται με αυτά τα πράγματα αλλά δεν το κάνει επαγγελματικά. Είχα χάσει τον άντρα μου και κάθισα μία φορά μαζί της και αυτή κάλεσε το πνεύμα του και του μίλησε και όλα αυτά γίνονταν γραπτά». Την γνώρισα και εγώ και μιλήσαμε και μου είπε πως είχε τη δύναμη να επικοινωνεί, να μιλάει με τα πνεύματα. Της είπα και εγώ πως έχω χάσει έναν αδερφό και μου είπε, «εντάξει, μια μέρα που θα είμαι ήρεμη θα τα πούμε». Ένα πρωί που ήμουν σπίτι με τη γυναίκα μου στην Αθήνα, παίρνει τηλέφωνο η φίλη μου και μου λέει είναι μαζί με τη φίλη της στην Αθήνα και πως το μεσημέρι θα έρθει. Έχουμε συνεννοηθεί και θα καλέσει τον συχωρεμένο τον αδερφό μου. Ζήτησε μόνο το όνομά του, μόνο το όνομα ζητάει. Αφού τελείωσε η όλη διαδικασία του καλέσματος, μετά από μια ώρα άρχισε να γράφει. Χωρίς να μιλάει, χωρίς τίποτε. Γέμισε μία σελίδα ολόκληρη. Ξεκίνησε λοιπόν το πνεύμα και λέει : «Έφυγα νωρίς από τη ζωή από την κούραση του πολέμου». Ο αδερφός μου είχε πάει στη Κορέα τότε δεν είχε λάβει όμως μέρος σε μάχες και τέτοια πράγματα. Αυτή δεν ήταν δυνατόν να το ξέρει. Συνέχισε να λέει : «έχω αφήσει πίσω τους γονείς μου και έναν αδερφό ο οποίος είναι παντρεμένος. Το σπίτι το δικό μας στο χωριό είναι μία μονοκατοικία. Έξω υπάρχει μία αυλή και ένας μαντρότοιχος. Έξω από την αυλή υπάρχει ένα δέντρο το οποίο το έχω φυτέψει εγώ ο ίδιος». Εγώ δεν το ήξερα αυτό, ότι ο ίδιος το είχε φυτέψει πολύ παλιά. Έλειπα εγώ από το χωριό, στην Αθήνα. Και ένα άλλο έλεγε : «για να πειστούν όσοι διαβάζουν τα γραπτά αυτά, η μάνα μου στη πλάτη πίσω έχει μία κρεατοελιά όσο το νύχι». Ούτε εγώ ήξερα αν υπάρχει αυτή η κρεατοελιά στη μάνα μου. Όλα αυτά είναι γραμμένα. «Εμείς εδώ», συνέχισε, «σας βλέπουμε εσείς δεν μας βλέπετε, περνάμε καλά». Αμέσως παίρνω τηλέφωνο στο χωριό, μιλάω με τη μάνα μου, τις λέω το δέντρο αυτό έξω από την αυλή ποιος το έχει φυτέψει; Λέει, ο συχωρεμένος. Εκείνη τη στιγμή ανατρίχιασα.