Μια νύχτα του χειμώνα του 1979, όχι πολύ αργά, γύρω στις εννέα το βράδυ στις στροφές του δρόμου μετά το χωριό Άγιος Νικόλαος Χαλκιδικής, την ώρα που οδηγούσε αμέριμνη, είδε εμπρός της στα μέσα της σχετικά στενής ασφάλτου, τέσσερις αγελάδες, χρώματος μπεζ ανοιχτού να μορφάζουν, γυρίζοντας γύρω το κεφάλι με το στόμα ανοιχτό και τα μάτια τους να αστράφτουνε στους προβολείς του αυτοκινήτου. Δίπλα τους στεκόταν ένας γέρος βοσκός ο οποίος τη χαιρέτησε με το χέρι του. Φορούσε ένα ανοιχτόχρωμο καπέλο, ψάθινο, κάτι το περίεργο διότι ήταν χειμώνας. Το διάμεσο φοβήθηκε μήπως πατήσει τα ζώα, ενώ δίπλα της ήταν και ένας γκρεμός. Ώσπου να καταλάβει όμως αν τα ζώα θα παραμέριζαν ή όχι πέρασε από μέσα τους, ενώ αυτά εξακολουθούσαν να μορφάζουν κοιτάζοντάς την! Ήταν κάτι τρομερό αλλά κατάφερε και συγκρατήθηκε. Μετά από λίγο έχοντας καταλάβει μέσα σε δέκατα δευτερολέπτου ότι δεν ήταν πραγματικές αγελάδες αλλά πρόσγειες σταμάτησε και γυρίζοντας το αυτοκίνητο, πράγμα επικίνδυνο για την κυκλοφορία, έριξε τους προβολείς επάνω τους. Τότε την έπιασε ένα σύγκρυο διότι διαπίστωσε ότι αυτές ήταν μόνο δισδιάστατες σαν φωτογραφίες ή αφίσες αγελάδων, δεν είχαν δηλαδή όγκο σώματος από πίσω τους. Και επειδή συνάντησε τα ζώα και άλλες νύχτες στο ίδιο σημείο, απέφευγε στο τέλος τη διαδρομή αυτή. Τελικά δε, συζητήσεως γενόμενης, άκουσε τυχαία από κατοίκους ενός άλλου διπλανού χωριού, ότι στο σημείο εκείνο πριν αρκετά χρόνια έβοσκε εκεί τα γελάδια του (για την ακρίβεια είχε εκεί το γελαδαριό του) κάποιος γέρος, ο οποίος είχε πεθάνει πριν 10 χρόνια. Ίσως δε να πέθανε καλοκαίρι γι’ αυτό και φορούσε το ψάθινι καλοκαιρινό καπέλο, κάτι σαν βρόμικο ψαθάκι.