Bρισκόμουν Νέα Μάκρη είχα πάει λοιπόν με μια φίλη και βολτάραμε και κάποια στιγμή ανεβήκαμε στο μοναστήρι του Αγίου Εφραίμ, είχα ακούσει ότι ήταν όμορφα εκεί. Το μοναστήρι είχε λειτουργία, ποτέ μου δεν είχα κάτσει σε λειτουργία, τις βαριέμαι αφόρητα, εκείνη την μέρα όμως μια από τις γυναίκες που έψελνε είχε τόσο όμορφη φωνή που κάθισα για λίγο. Κάποια στιγμή νοιώθω μια περίεργη αίσθηση που δεν μπορώ να την εξηγήσω με λόγια. Γύρισα προς την πόρτα και είδα μια γυναίκα με έντονους μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια. Δεν έδωσα βάση και ξαναγύρισα μπροστά μου. Άκουσα κάτι σαν μούγκρισμα ζώου γύρισα και κοίταξα αλλά δεν είδα κάτι ή κάποιον που να φαινόταν ότι προερχόταν. Ιδέα μου είπα. Το ξανάκουσα. Ιδέα μου ξαναείπα. Μετά δεν ξανακούστηκε γύρισα και παρατήρησα ότι η γυναίκα δεν ήταν πια μέσα. Κάποια στιγμή βγήκα και εγώ έξω. Καθόμουν στο πρεβάζι ενός δέντρου και άρχισα να ακούω τα ίδια μουγκρίσματα να έρχονται από ένα μικρό παρεκκλήσι που είχε εκεί. Ο κόσμος όσος υπήρχε ήταν μέσα στην λειτουργία της κανονικής εκκλησίας. Μετά άρχισα να ακούω περίεργη αντρική ομιλία όπου φώναζε αρκετά δυνατά και έβριζε κάποιον γέρο. Αποφάσισα να πάω μέχρι εκεί πλησιάζοντας αργά γιατί η όλη κατάσταση με είχε κάπως τρομάξει. Ήταν η γυναίκα εκείνη που είχα δει στην εκκλησία στο πάτωμα, να μουγκρίζει και να βρίζει κάποιον που εγώ προσωπικά δεν έβλεπα, την μια καταλάβαινα τι έλεγε την άλλη όχι. Συγκεκριμένα θυμάμαι φράσεις όπως φύγε παλιόγερε %^&*((()( από εδώ δεν με διώχνεις κ.λ.π. Την λυπήθηκα, η ίδια δεν φαινόταν να έχει επαφή με το περιβάλλον, ήταν σαν ημιλυπόθημη. Δεν ήξερα τι να της κάνω για να την βοηθήσω και φοβόμουν και να την πλησιάσω.Ξαναβγήκα έξω. Ήταν δυο κυρίες απ' έξω την ώρα που βγήκα στο πεζούλι εκείνο που ξανακάθησα. Τις άκουσα λοιπόν να συζητάνε για αυτήν που μούγκριζε. Μάγια της έχουν κάνει είπε η μία στην άλλη, και αυτής και της κόρης της δυστυχώς τις γνώριζα από παλιά εδώ και δύο χρόνια είναι και οι δύο στα ίδια χάλια. Κάποια στιγμή η ξάπλα τέζα βγήκε και αυτή έξω, φαινόταν εξαντλημένη αλλά ήταν πάλι σε κάποια επαφή με το περιβάλλον. Κάποια στιγμή μπήκε και ένας παπάς, ιερέας δεν ξέρω τι ήτανε, όχι του μοναστηριού πιστεύω καθώς είναι γυναικείο, μάλλον επισκέπτης. Είδε την γυναίκα αυτή και πλησίασε να της πει μια προσευχή, αυτή ξανάπεσε, ο παπάς πλησίασε τον σταυρό προς το μέτωπό της και πριν προλάβει να το αγγίξει αυτή εκτοξεύτηκε σαν να είχε φάει κλωτσιά στην μούρη από άλογο. Αυτό ήταν, εγώ πλέον δεν μπορούσα να καταλάβω αν αυτό που έβλεπα μπορούσε να συμβεί. Ο παπάς δεν ξαναπροσπάθησε, φάνηκε τρομαγμένος και έφυγε, το ίδιο επίσης και εγώ. Και το ερωτημά μου είναι το εξής, αν αυτό που είδα δεν ήταν μια δαιμονισμένη πια αρρώστια σου κλωτσάει το πρόσωπο, σε εκτοξεύει;;; Δεν είμαι φανατικά, δεν πιστεύω και δεν μου αρέσουν οι φανατισμοί, δεν είμαι όμως και από αυτούς που τα βάζουν όλα σε ένα τσουβάλι και τα ισοπεδώνουν επίσης όλα. Φυσικά και δεν απαιτώ να πιστέψετε την ιστορία μου, μην την κρίνεται όμως κιόλας αφήστε την σαν μια ιστορία που απλά διηγήθηκα και που ο καθένας αποφασίζει αν την πιστεύει ή όχι.