Στη περίοδο της τουρκοκρατίας στη περιφέρεια του Σμόκοβου υπήρχαν δύο δραγάτες ( αμπελοφύλακες ) για την φύλαξη των αμπελιών .Κάποτε διερχόταν από τα αμπέλια Τούρκικος στρατός ,πολλοί στρατιώτες μπήκαν στα αμπέλια και έκοβαν σταφύλια. Οι αμπελοφύλακες ,ένας από τους οποίους ,είχε το όνομα Δριβαλάς και είχε καταγωγή από την Καστανιά ,έβρισαν τους Τούρκους στρατιώτες και αυτοί τους συνέλαβαν και τους οδήγησαν στη θέση παζαράκια, που στάθμευε ο Τούρκος αξιωματικός για να τους δικάσει. Ο Τούρκος αξιωματικός καταδίκασε σε θάνατο τον έναν δραγάτη και τον εκτέλεσε την ίδια μέρα ,ενώ τον Δριβαλά τον έθεσε υπό κράτηση. Ήταν 6 Σεπτεμβρίου και ξημέρωνε η 7η Σεπτεμβρίου εορτή του Αγίου Σώζοντα. Ο Δριβαλάς όλη την νύχτα στενοχωρημένος και απελπισμένος προσευχόταν στον Άγιο και μάλιστα του έταξε αν τον έσωζε θα έσφαζε το μοναδικό βόδι που είχε, στην εκκλησία που υπήρχε προς τιμή του ανάμεσα στα χωριά Λιάσκοβο και Μάντετσι στο μέρος που σήμερα υπάρχει η εκκλησία του Αγίου Ιωάννη. Κάποια στιγμή κατάκοπος κοιμήθηκε , τότε είδε στον ύπνο του τον Άγιο Σώζοντα να του λέει .Αύριο το πρωί θα φύγεις από το στρατόπεδο και δεν θα σε ενοχλήσει κανένας. Πραγματικά το πρωί που ξύπνησε ,σηκώθηκε και περπατώντας ανάμεσα στους Τούρκους στρατιώτες δεν τον σταμάτησε κανένας ,βγήκε από το στρατόπεδο και πήρε το δρόμο για το χωριό του την Καστανιά, για να πάρει το βόδι του να το φέρει ,και να το σφάξει, στην εορτάζουσα εκκλησία του Αγίου Σώζοντα. Στο δρόμο που πήγαινε σκέφθηκε να περάσει πρώτα από την εκκλησία να προσευχηθεί και να ευχαριστήσει τον Άγιο για τη σωτηρία του. Όταν έφθασε στην εκκλησία βλέπει ξαφνικά να στέκεται μπροστά στην εκκλησιά το βόδι του. Αμέσως είπε στους εκκλησιαζόμενους την ιστορία του για την σωτηρία του, με την βοήθεια του Αγίου , έσφαξε το βόδι του και μοίρασε το κρέας του στον κόσμο που ήταν εκεί και πανηγύριζαν. Η Εκκλησία του Αγίου Σώζοντα κατέρρευσε πριν το 1800 και στο ίδιο μέρος κτίσθηκε η εκκλησία του Αγίου Ιωάννη.