Eπιτρέψετε με και μένα να πω, θαύμα που έγινε στην συχωρεμένη μανούλα μου, κάπως παλιά βέβαια. Στην κατοχή, ήταν κοριτσάκι και ήταν στην Πάτρα. Έπρεπε να πάει, σε κοντινό χωριό και ξεκίνησε με τα πόδια. Λόγο φόβου πήγε μέσα από χωράφια και κάποια στιγμή έπρεπε να διάλεξη ανάμεσα σε δυο μονοπάτια. Τυχαία πήρε κάποιο. Όμως πριν κάνει ένα βήμα, άκουσε πίσω τις. «Στάσου παιδί "μου" μην προχωράς ούτε βήμα. Γύρισε και είδε έναν γέροντα και τον ρώτησε ξαφνιασμένη : «γιατί παππούλη;». «Γιατί είναι γεμάτο νάρκες και θα σκοτωθείς». «Από που να πάω παππούλη;». «Έλα από εδώ», την έπιασε και τις έδειξε, αλλά κάνει να γυρίσει να τον δει, αλλά κανείς. Μόνο σε ένα σαν υψωματάκι ήταν ένας γερμανός που έδειχνε να μην έχει δει τίποτε. Ξαφνιάστηκε και κοίταζε γύρω. Τίποτε, ήταν ανοικτά δεν υπήρχε κάποιο μέρος να πεις ότι πήγε και δεν τον έβλεπε. Πέρασαν τα χρόνια και ποτέ δεν το ξέχασε, μεγάλωσα και εγώ και μου το έλεγε. Εγώ κοριτσάκι δεν γνώριζα πολλά και ρωτούσα «και ποιος ήταν; Μήπως ήταν κάπου και δεν τον είδε;» Όχι μου έλεγε πως, νομίζει ότι ήταν ο Aγ. Νικόλαος, αλλά έτσι όπως τον είδε δεν τον έχει δει πουθενά και μήπως κάνει λάθος. Το θέμα είναι πως μου το περιέγραφε τόσο ζωντανά, με λεπτομέρειες που ήταν σαν να ήμουν εκεί. Πέρασαν και άλλα χρόνια πολλά, και κάποια φορά, ήμουν στην Αθήνα, και πήγα μόνη μου για προσκύνημα στον Αγ. Νεκτάριο στην Αίγινα. Στο πλοίο ήταν και άλλες γυναίκες και έλεγαν για το άλλο μοναστήρι, που είναι απέναντι από τον άγιο, τις Αγ. Αικατερίνης. Αφού προσκυνήσαμε στον Άγιο ξεκίνησαν όλοι και για το άλλο πήγα και εγώ μαζί. Αφού προσκύνησα, είδα μια ταμπελίτσα που έγραφε προς παρεκκλήσιο, πήγα προς τα εκεί. Με το που άνοιξα την πόρτα, με πήρε πρώτα μια ευωδιά από άγια λείψανα, και ξαφνικά μένω γιατί βλέπω μια εικόνα του Αγ. Νικολάου έτσι που, δεν είχαμε ξαναδεί πουθενά. Εκείνη την στιγμή έμεινα γιατί ήταν σαν να έβλεπα αυτά που μου έλεγε η μαμά μου. Ήμουνα σίγουρη σαν να μου μίλαγε ο άγιος, ότι αυτό είναι. Ρώτησα την μοναχή που ήταν έξω και μου είπε ότι αυτή η εικόνα είναι μοναδική του Αγίου, και έτσι δεν υπάρχει άλλη, και είναι πολύ παλιά. Καταλαβαίνετε ήμουν σίγουρη. Τώρα δεν έβλεπα την ώρα να πάω σπίτι. Δεν είπα τίποτε παρά μόνο ότι την Κυριακή έπρεπε να έρθει μαζί μου. Με ρωτάει «που θα με πας;», τίποτε εγώ, μίλια. Τέλος την Κυριακή την πήγα. Δεν ξέρω αν μπορώ να σας περιγράψω τις σκηνές, με το που την άφησα να μπει μόνη τις μέσα, έγινε τι να πω; Είναι μια μεγάλη εικόνα σε φυσικό μέγεθος, έπεσε στα πόδια του, να τον ευχάριστη, να κλαίει. «Το ήξερα μέσα μου παππούλη μου, ήσουν ο προστάτης μου, Δόξα τω Θεό αγιούλι μου». Τι να σας πω ορφανή και η ίδια, έγινε εκεί μετά από τόσα χρόνια η αποκάλυψη του Αγίου που την έσωσε. Μετά από 3 χρόνια την έχασα. Ο μεγαλοδύναμος να την αναπαύει.