Κάποια άλλη δαιμονισμένη που ήταν και παράλυτη, τη Βασιλική, την έφεραν οι γονείς της το 1938 από το Αιτωλικό τυλιγμένη σε κουβέρτα και παραμορφωμένη από το ακάθαρτο πνεύμα. -Είναι δυνατόν αυτό το φάντασμα να γίνει ποτέ άνθρωπος; έλεγαν οι γονείς απελπισμένοι στις μοναχές. Η κόρη τους φώναζε, βέλαζε σαν κατσίκα, σήκωνε τα μαλλιά της άγρια, έβγαζε έξω τη γλώσσα… Ήταν φοβερό να τη βλέπει άνθρωπος. -Καψάλη! Φώναζε στον άγιο. Ζητάω μια ευκαιρία να σε διαλύσω γιατί με καις. Αν τα καταφέρω θα σε εξαφανίσω για να μην σʼ έχουν αυτές οι μαυροφόρες που μαζεύεις εδώ. Δεν έχω όμως δύναμη. Διατάζομαι να φύγω. Από τη νηστεία και την προσευχή είσαι όλο φωτιά και φοβάμαι να σε βλέπω. Βασανίστηκε αρκετό καιρό η Βασιλική. Αλλά στο τέλος ο θαυματουργός Γεράσιμος την απάλλαξε και αυτή από το δαιμόνιο. Αγνώριστη, σαν άγγελος, έφυγε για τη πατρίδα της, δοξάζοντας το Θεό και τον ευεργέτη της, άγιο.