Το 1931 έφεραν από τα Τρωιννάτα στη μονή την Ε.Π.. Τη βασάνιζε φοβερά ο διάβολος. Κανένας δεν τολμούσε να την πλησιάσει γιατί φώναζε πολύ και φανέρωνε ανομολόγητες αμαρτίες. Επιπλέον βλαστημούσε τον άγιο, τον έβριζε χυδαία και του έλεγε : -Καψάλη, δεν φεύγω από δω, όσο και αν παρακαλάς το Θεό σου. Ποτέ δεν θα γυρίσω στο τόπο όπου ήμουνα πρώτα. Εδώ θα μείνω για να σε εκδικηθώ, που τόσο με πολέμησες στη ζωή σου. Δεν μπόρεσα ούτε στιγμή να σε νικήσω. Ήσουνα σαν πύρινος στύλος. Θα πολεμήσω το μοναστήρι σου. Θα σε εξαφανίσω γιατί μαζεύεις όλο το κόσμο με τα θαύματά σου και μας χτυπάς και μας φλογίζεις. Κάποια στιγμή καθώς ο άγιος την πλησίαζε αόρατα, άρχισε να τρέμει από φόβο και να σκούζει : -Τον βλέπετε; Έρχεται με το ραβδί του να με χτυπήσει. Που να κρυφτώ; Αλίμονό μου! Φύγε καψάλη Γεράσιμε που στρέφεις όλη τη δύναμή σου σε εμάς τους δαίμονες. Μόνο για να διώχνεις εμάς κουράστηκες τόσο πολύ στη ζωή σου. Αλίμονο, δεν μπορώ να μείνω! Αν όμως φύγω θα σου σπάσω το μεσιανό καντήλι. Θα κάνω σημείο και μετά θα φύγω. Δεν θα το σπάσω; Θα το σπάσω! Χωρίς σημείο δεν φεύγω. Με προστάζεις να φύγω; Ναι, φεύγω! Και με το «φεύγω» το καντήλι πετάχτηκε ψηλά μʼ ένα δυνατό σφύριγμα. Η δαιμονισμένη έμεινε ακίνητη και άφωνη σαν νεκρή. Όταν συνήλθε, είχε ελευθερωθεί από το πονηρό πνεύμα. Όλοι δόξασαν το Θεό και τον άγιο που τόσα θαύματα επιτελεί σε όσους τον επικαλούνται με πίστη.