Στις 24 Ιουνίου 1984 έζησα τα πιο συνταρακτικά γεγονότα της ζωής μου, που έγιναν η αφορμή της επιστροφής μου στο Χριστό. Τη μέρα εκείνη επισκέφθηκα μαζί με ένα φίλο μου κάποιο θείο του, τον μπαρμπα-Νίκο, που έμενε σε ένα ερημικό μέρος έξω από τη Ναύπακτο, στο Λιγιά, εκατό χιλιόμετρα μακριά από τη πατρίδα μου. Ο άνθρωπος αυτός, καθώς μου είχε πει ο φίλος μου, είχε υπερφυσικές δυνάμεις. Είχαμε λοιπόν σκοπό να τον πείσουμε να έρθει μαζί μας στο καζίνο για να μας λέει τι νούμερα να παίζουμε, ώστε να κερδίσουμε. Εκείνος όμως, μόλις του είπαμε το λόγο της επισκέψεώς μας, αρνήθηκε κατηγορηματικά. Ο μπαρμπα-Νίκος ήταν ξακουστός μάγος, όπως έμαθα αργότερα. Τον επισκέπτονταν καθημερινά πάρα πολλοί άνθρωποι είτε για να λύσει, είτε για να δέσει μάγια, είτε για να τον συμβουλευθούν σε διάφορα προβλήματά τους. Καυχιόταν ότι είχε γιατρέψει πολύ κόσμο και ότι μπορεί να χωρίσει το πιο αγαπημένο ζευγάρι μέσα σε μία εβδομάδα. Κάπνιζε αρειμανίως και είχε ένα δωμάτιο με εικόνες και άλλα αντικείμενα, που το ονόμαζε εργαστήριο. Εκεί μέσα έκανε τα μαγικά του. Από τους επισκέπτες έβγαζε πολλά χρήματα με αποτέλεσμα να έχει κάνει τεράστια περιουσία. Με πήρε παράμερα και μου αποκάλυψε ορισμένα πράγματα της προσωπικής μου ζωής, κάνοντάς μου έτσι επίδειξη των ικανοτήτων του. Με συμβούλεψε ότι ήταν καλύτερα να μην παντρευτώ, αλλά να κυνηγάω ωραίες γυναίκες. Όταν τον ρώτησα που οφείλετε η δύναμή του, μου απάντησε ότι είχε ένα βλήμα μέσα του, αλλά δεν μου εξήγησε περισσότερα (στη πραγματικότητα είχε ένα δαίμονα μέσα του). Αμέσως μετά μάντεψε ότι είχα ασχοληθεί με τον πνευματισμό και μου είπε : -Πάψε να τσιγκλάς τα πνεύματα γιατί μπορούν να σε πετάξουν έξω από το παράθυρο. Εγώ τότε τον ρώτησα φοβισμένος : -Τι πρέπει να κάνω όταν έρχονται τα πνεύματα; -Να τα βρίζεις και αν δεν φεύγουν, να… (Μου είπε μια αισχρή κουβέντα). Στο μεταξύ άρχισα να προβληματίζομαι. Αν και όλοι τον θεωρούσαν «πολύ καλό άνθρωπο», εμένα κάτι δεν μου άρεσε πάνω του. Εκείνος όμως φαίνεται πως διάβασε τη σκέψη μου και πιάνοντάς μου φιλικά από το σαγόνι, μου λέει : -Αγόρι μου, γιατί αμφιβάλλεις για μένα; Και αμέσως κούνησε το χέρι του μπροστά στο πρόσωπό μου. Ένιωσα τότε τη παλάμη του να περνάει μέσα στο μυαλό μου και να μου σβήνει όλες τις αμφιβολίες που είχα. Από εκείνη τη στιγμή – ήταν πρωί – μέχρι το απόγευμα της ίδιας μέρας, τον θεωρούσα άγιο που βοηθάει τον κόσμο. Το απόγευμα όμως ξανασκέφτηκα με την ησυχία μου όλα τα γεγονότα και κατέληξα στο συμπέρασμα ότι ο μπαρμπα-Νίκος κάθε άλλο παρά άγιος ήταν. Τότε ένα κακό προαίσθημα άρχισε να με κυριεύει… Κατά τις δέκα το βράδυ γύρισα στο σπίτι μου. Μόλις μπήκα μέσα ένα παγερό ρεύμα αέρα με διαπέρασε ολόκληρο, ενώ οι τρίχες μου σηκώθηκαν όρθιες. Αμέσως άρχισα όπως με είχε συμβουλεύσει ο μάγος να βρίζω : -Φύγε τρισκατάρατε, φύγε… Την ίδια στιγμή η ανατριχίλα σταμάτησε. Ανεβαίνω στον πρώτο όροφο, μπαίνω στο δωμάτιό μου και αμέσως επαναλαμβάνεται το ίδιο ακριβώς φαινόμενο. Έβρισα και πάλι αισχρά, οπότε και πάλι ησύχασαν όλα. Ο φόβος όμως είχε αρχίσει να με κυριεύει για τα καλά. Ασυναίσθητα χωρίς να ξέρω το γιατί, έψαξα στο δωμάτιο της μητέρας μου, βρήκα μια Καινή Διαθήκη, την έβαλα κάτω από το μαξιλάρι μου και έφυγα από το σπίτι. Έμεινα στη πλατεία μέχρι αργά το βράδυ, μην ξέροντας τι να κάνω. Τελικά πήρα την απόφαση να γυρίσω στο σπίτι και ας γινόταν ότι ήθελε. Μάλιστα, έγραψα σε ένα μπλοκάκι τα παρακάτω λόγια : «Σήμερα είναι Κυριακή 24 Ιουνίου 1984. Θα πολεμήσουν το κακό και το καλό που υπάρχουν μέσα μου. Θα δώσω τη μεγάλη μάχη με το σατανά και ελπίζω να νικήσω!». Τα έγραψα να υπάρχουν, γιατί φοβόμουν ότι μπορεί ακόμα και να πέθαινα. «Επιστρέφω λοιπόν σπίτι μου. Μπαίνω μέσα, τίποτε. Ανεβαίνω πάνω, τίποτε. Πέφτω στο κρεβάτι, τίποτε, καμία ενόχληση ακόμα. Ο φόβος όμως υπήρχε ακόμα. Χωρίς να το πολυκαταλαβαίνω βρέθηκα να διαβάζω τη Καινή Διαθήκη. Ύστερα από λίγο άρχισα να νυστάζω. Λησμόνησα τα πάντα για τους δαίμονες και αποκοιμήθηκα. Εκεί που κοιμόμουν, γύρω στις τέσσερις η ώρα το πρωί, άκουσα μία φωνή να μου ψιθυρίζει στο αυτί : -Έι, έι Ξύπνησα αμέσως, κοίταξα γύρω μου, αλλά δεν είδα κανένα, παρά μόνο σκοτάδι. «Όνειρο θα ήταν», συλλογίστηκα και γύρισα να ξανακοιμηθώ. Σύντομα όμως άκουσα πάλι την ίδια φωνή : -Κοιμάσαι κάθαρμα ε, τώρα θα σε κανονίσω εγώ!… Την ίδια στιγμή μία αόρατη δύναμη άρχισε να με κοπανάει πάνω-κάτω. Από ένστικτο έκανα να πεταχτώ από το κρεβάτι, σηκώνοντας τα χέρια μου, και αμέσως κάτι σαν αέρινα σχοινιά ήρθαν με υπερβολική ταχύτητα και μου τα έδεσαν. Πήγα να φωνάξω και ένα αέρινο χέρι ήρθε και μου έφραξε το στόμα. Κάποιος με είχε παγιδέψει σαν σε μαγνητικό πεδίο και συγχρόνως με χτυπούσε πάνω-κάτω μαζί με το κρεβάτι. Τότε χωρίς και εγώ να καταλάβω πως, γεμάτος απόγνωση φώναξε με την καρδιά μου : -Ιησού, διώξε το σατανά! Αμέσως – τι θαύμα – ακούστηκε ένας δυνατός κρότος και ελευθερώθηκα. Τα πάντα σταμάτησαν. Σηκώθηκα από το κρεβάτι και άναψα το φως. Στο μεταξύ ήρθε στο δωμάτιο και η μητέρα μου ανήσυχη. Σταυροκοπήθηκε και μείναμε άυπνοι μέχρι το πρωί. Όλη τη βδομάδα από το φόβο μου έμενα ξάγρυπνος τα βράδια και κοιμόμουνα τη μέρα. Πάντως από τη τρομακτική αυτή εμπειρία έβγαλα τότε δύο σημαντικά συμπεράσματα : Πρώτα, ότι υπάρχουν οι δαίμονες, αφού τους ένιωσα που με άρπαξαν και έπειτα ότι υπάρχει και ο Ιησούς Χριστός, ο οποίος μας βοηθάει και μας σώζει από τα πονηρά πνεύματα, όταν Τον επικαλούμαστε. Αυτή ήταν η αρχή της επιστροφής μου στο Χριστό. Στον μπαρμπα-Νίκο δεν ξαναπήγα. Ασυναίσθητα τον φοβόμουν. Αργότερα κατάλαβα ότι ήταν ένας μάγος, ένας λύκος με μορφή προβάτου, όπως λέει το Ευαγγέλιο. Συνεργαζόταν με τους δαίμονες και έναν μάλιστα απʼ αυτούς τον είχε μέσα του για να του λέει τα πάντα για τους ανθρώπους. Ύστερα από καιρό πληροφορήθηκα και ένα πάθημα του : Είχε λύσει τα μάγια που είχε κάνει σε έναν πελάτη του κάποιος άλλος μάγος της περιοχής. Τότε αυτός ο άλλος μάγος, περισσότερο δυνατός από το μπαρμπα-Νίκο, θύμωσε και του έστειλε τους δαίμονες να τον δέρνουν για μια βδομάδα, κατά διαστήματα τόσο πολύ ώστε να τρέχει αίμα από τη μύτη και το στόμα του.