Ζούσε κοντά στη Βέροια, στα χρόνια του οσίου Διονυσίου του εν Ολύμπω (+1541), κάποιος λόγιος μοναχός που έπεσε σε δαιμονική παγίδα. Βρήκε κάποτε ένα μαντικό βιβλίο. Και μη λογαριάζοντας τον πνευματικό κίνδυνο, διάβασε δοκιμαστικά μερικές επικλήσεις του διαβόλου. Την ίδια νύχτα είδε στον ύπνο του έναν γιγαντόσωμο αράπη που του είπε : -Με κάλεσες και ήρθα! Εμπρός λοιπόν, αν θέλεις να σε εξυπηρετήσω, προσκύνησέ με! Ο μοναχός, μολονότι τρομοκρατημένος, δεν τα έχασε. -Κύριον τον Θεόν μου προσκυνήσω και αυτώ μόνο λατρεύσω, αποκρίθηκε. Τότε ο αράπης οργίστηκε και του έδωσε ένα φοβερό χαστούκι, λέγοντας : -Αφού δεν με προσκυνάς, γιατί με καλείς; Ο μοναχός ξύπνησε μʼ έναν αφόρητο πόνο στο πρόσωπο. Άρχισε να βογκάει και να κλαίει. Κάποιοι ακούγοντας τις φωνές του, ήρθαν και τον βρήκαν σε κακό χάλι. Τα μάγουλά του ήταν πρησμένα και κατάμαυρα. Σε λίγες μέρες η κατάσταση χειροτέρεψε. Πρήστηκε και μαύρισε όλο του το πρόσωπο τόσο πολύ που έκλεισαν τα μάτια του. Έστειλαν λοιπόν και κάλεσαν τον όσιο Διονύσιο από το μοναστήρι του στον Όλυμπο. Εκείνος έσπευσε να βοηθήσει τον δαιμονόπληκτο. Προσευχήθηκε θερμά. Έψαλε την Παράκληση της Θεοτόκου. Τέλος, τον έχρισε με άγιο έλαιο. Ύστερα απʼ αυτό, ο μοναχός έγινε τελείως καλά.